παπταίνω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_13b)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παπταίνω''': μέλλ. -ᾰνω: ἀόρ. ἐπάπτηνα, παρ’ Ὁμήρ. ἀείποτε [[ἄνευ]] αὐξήσεως· (ἴδε ἐν τέλ.)· Ἐπικ. [[ῥῆμα]], [[βλέπω]] [[μετὰ]] προσοχῆς, παρατηρῶ, κυττάζω, [[πάντοσε]] παπταίνων, ὥς τ’ αἰετὸς Ἰλ. Ρ. 674· δεινὸν π, αἰεὶ βαλέοντι ἐοικὼς Ὀδ. Λ. 608· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] παραλλήλου σημασίας φόβου ἢ φυλάξεως, [[περιβλέπω]], [[προσέχω]] ὁλόγυρα, Ἰλ. Ν. 551, κτλ.· [[πάντοσε]] παπταίνοντε, φόνον ποτιδεγμένω αἰεὶ Ὀδ. Χ. 380· ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, [[πάντοσε]] παπταίνων, μή τις [[χρόα]] χαλκῷ ἐπαύρῃ [[αὐτόθι]] 649, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 334, 1034· πάπτηνεν δὲ [[ἕκαστος]], ὅπη φύγοι αἰπὺν ὄλεθρον, περιέβλεψε [διὰ νὰ ἴδῃ] πῶς …, Ἰλ. Π. 283 πάπτηνεν ... εἴ τις ἔτ’ ἀνδρῶν ζωὸς ὑποκλοπέοιτο Ὀδ. Χ. 381· - [[μετὰ]] προθέσ., ἀμφὶ ἓ παπταίνειν Ἰλ. Δ. 497., Ο. 574· [[πάντη]] δέ μοι [[ὄσσε]] Τρωικὸν ἄμ [[πεδίον]] παπταίνετον, περιβλέπουσιν, Ψ. 464· τρέσσε δὲ παπτήνας ἐφ’ ὁμίλου Λ. 545· π. ... κατὰ στίχας Ἰλ. Ρ. 84· [[πάντη]] π. πρὸς πέτραν Ὀδ. Μ. 233· [[πάντοσε]] π. [[ποτὶ]] τοίχους Χ. 24· π. μεθ’ ὁμήλικας, [[βλέπω]] [[μετὰ]] πόθου πρὸς τοὺς συμπαίκτορας, Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 442· - βραδύτερον, [[εἴσω]] τῆσδε π. πύλης, Σοφ. Αἴ. 11· ἐς γάμον ἄλλης π. Ἀνθολ. Π. 7. 700. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[βλέπω]] ὁλόγυρα ἀναζητῶν τινα ἤ τι, ζητῶ τινα ἤ τι, παπταίνων ἥρωα Μαχάονα Ἰλ. Δ. 200· π. Αἴαντα μέγαν Ρ. 115· π. τὰ [[πόρσω]] Πινδ. Π. 3.39, πρβλ. Ο. 1. 183, Ι. 7 (6), 61· παπτάναις (Δωρ. ἀόρ. α΄ μετοχ.) ἀρίγνωτον [[πέδιλον]], προσηλώσας τὰ βλέμματά του εἰς …, ὁ αὐτ. ἐν ΙΙ. 4. 166· τὸν δ’ ἀγρίοις ὄσσοισι π., μὲ ἀγρίους ὀφθαλμοὺς προσβλέπων, Σοφ. Ἀντ. 1231. - Σπάνιον παρὰ τοῖς Τραγ., ἀλλ’ εὕρηται παρὰ τοῖς πεζολόγοις (Ἐπειδὴ ἡ [[λέξις]] φαίνεται [[κυρίως]] σημαίνουσα πεφοβημένον [[βλέμμα]], προέκυψεν [[ἴσως]] κατ’ ἀναδιπλασιασμὸν ἐκ τῆς √ΠΤΑ, πρβλ. [[πτήσσω]]).
|lstext='''παπταίνω''': μέλλ. -ᾰνω: ἀόρ. ἐπάπτηνα, παρ’ Ὁμήρ. ἀείποτε [[ἄνευ]] αὐξήσεως· (ἴδε ἐν τέλ.)· Ἐπικ. [[ῥῆμα]], [[βλέπω]] [[μετὰ]] προσοχῆς, παρατηρῶ, κυττάζω, [[πάντοσε]] παπταίνων, ὥς τ’ αἰετὸς Ἰλ. Ρ. 674· δεινὸν π, αἰεὶ βαλέοντι ἐοικὼς Ὀδ. Λ. 608· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] παραλλήλου σημασίας φόβου ἢ φυλάξεως, [[περιβλέπω]], [[προσέχω]] ὁλόγυρα, Ἰλ. Ν. 551, κτλ.· [[πάντοσε]] παπταίνοντε, φόνον ποτιδεγμένω αἰεὶ Ὀδ. Χ. 380· ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, [[πάντοσε]] παπταίνων, μή τις [[χρόα]] χαλκῷ ἐπαύρῃ [[αὐτόθι]] 649, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 334, 1034· πάπτηνεν δὲ [[ἕκαστος]], ὅπη φύγοι αἰπὺν ὄλεθρον, περιέβλεψε [διὰ νὰ ἴδῃ] πῶς …, Ἰλ. Π. 283 πάπτηνεν ... εἴ τις ἔτ’ ἀνδρῶν ζωὸς ὑποκλοπέοιτο Ὀδ. Χ. 381· - [[μετὰ]] προθέσ., ἀμφὶ ἓ παπταίνειν Ἰλ. Δ. 497., Ο. 574· [[πάντη]] δέ μοι [[ὄσσε]] Τρωικὸν ἄμ [[πεδίον]] παπταίνετον, περιβλέπουσιν, Ψ. 464· τρέσσε δὲ παπτήνας ἐφ’ ὁμίλου Λ. 545· π. ... κατὰ στίχας Ἰλ. Ρ. 84· [[πάντη]] π. πρὸς πέτραν Ὀδ. Μ. 233· [[πάντοσε]] π. [[ποτὶ]] τοίχους Χ. 24· π. μεθ’ ὁμήλικας, [[βλέπω]] [[μετὰ]] πόθου πρὸς τοὺς συμπαίκτορας, Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 442· - βραδύτερον, [[εἴσω]] τῆσδε π. πύλης, Σοφ. Αἴ. 11· ἐς γάμον ἄλλης π. Ἀνθολ. Π. 7. 700. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[βλέπω]] ὁλόγυρα ἀναζητῶν τινα ἤ τι, ζητῶ τινα ἤ τι, παπταίνων ἥρωα Μαχάονα Ἰλ. Δ. 200· π. Αἴαντα μέγαν Ρ. 115· π. τὰ [[πόρσω]] Πινδ. Π. 3.39, πρβλ. Ο. 1. 183, Ι. 7 (6), 61· παπτάναις (Δωρ. ἀόρ. α΄ μετοχ.) ἀρίγνωτον [[πέδιλον]], προσηλώσας τὰ βλέμματά του εἰς …, ὁ αὐτ. ἐν ΙΙ. 4. 166· τὸν δ’ ἀγρίοις ὄσσοισι π., μὲ ἀγρίους ὀφθαλμοὺς προσβλέπων, Σοφ. Ἀντ. 1231. - Σπάνιον παρὰ τοῖς Τραγ., ἀλλ’ εὕρηται παρὰ τοῖς πεζολόγοις (Ἐπειδὴ ἡ [[λέξις]] φαίνεται [[κυρίως]] σημαίνουσα πεφοβημένον [[βλέμμα]], προέκυψεν [[ἴσως]] κατ’ ἀναδιπλασιασμὸν ἐκ τῆς √ΠΤΑ, πρβλ. [[πτήσσω]]).
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> παπτανῶ, <i>ao.</i> ἐπάπτηνα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> regarder de tous les côtés, promener ses regards autour de soi avec inquiétude <i>ou</i> crainte, jeter des regards inquiets ; κατὰ δόμον OD de côté et d’autre dans la maison ; avec [[ὅπη]] IL regarder avec inquiétude par où ; avec [[μή]] : prendre garde que… ne;<br /><b>2</b> chercher des yeux avec inquiétude <i>ou</i> crainte, acc.;<br /><b>3</b> <i>postér.</i> regarder <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' R. Πτα, se blottir, avec redoubl. ; v. [[πτήσσω]].
}}
}}