3,274,408
edits
(6_7) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παντελής''': -ές, [[ἐντελής]], [[τέλειος]], [[πλήρης]], [[ὁλόκληρος]], παντελῆ σάγην ἔχων Αἰσχύλ. Χο. 560· [[μοναρχία]] Σοφ. Ἀντ. 1163 [[πανοπλία]], [[ἐλευθερία]], [[ἡδονή]], κτλ., Πλάτ. Νόμ. 796Β, 698Α, κτλ.· π. [[δάμαρ]], τελεία [[σύζυγος]], κατὰ τὸν Ἕρμανν. uxor legitima, ἡ [[οἰκοδέσποινα]] (πρβλ. [[τέλειος]] [[ἀνήρ]]), Σοφ. Ο. Τ. 930· π. ψηφίσματα, τέλεια, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 601· π. ἐσχάραι, [[ὁλόκληρος]] ὁ [[ἀριθμὸς]] τῶν διὰ τὰς θυσίας ἐσχαρῶν, πᾶσαι, Σοφ. Ἀντ. 1016. 2) ἐπὶ ἀριθμῶν, ἴδε ἐν λ. [[παντέλεια]]. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ τὰ πάντα τελῶν, τὰ πάντα κατορθῶν, [[Ζεὺς]] Αἰσχύλ. Θήβ. 118· [[χρόνος]] ὁ αὐτ. ἐν Χο. 965. ΙΙΙ. ἐπίρρ., παντελῶς, Ἰων. -έως, [[ὅλως]], ὁλοκλήρως, ὁλοσχερῶς, ἐντελῶς, [[μετὰ]] ῥημάτων, [[διῶρυξ]] π. πεποιημένη Ἡρόδ. 7. 37· λίθινα π. ἐξειργασμένα Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1, 93· παντελέως εἶχε, ἦτο ἐντελῶς τετελειωμένον, Ἡρόδ. 4. 95· π. διώρισε Αἰσχύλ. Πρ. 440· π. κρανθήσεται [[αὐτόθι]] 911· π. θανεῖν Σοφ. Ο. Τ. 669· ἐκμεμάθηκα [[ταῦτα]] παντελῶς Ἐπικράτης ἐν «Ἀντιλαΐδι» 3, κτλ.·μετ’ ἐπιθ., π. [[ἄφρων]] Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 167· ἄχρηστα π. Φιλιππίδ. ἐν «Λακκιάδαις» 1· π. Βοιώτιοι Ἄλεξις ἐν «Τροφωνίῳ» 1· - οὐ π. [[οὐδόλως]], [[οὐδαμῶς]], Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς 8, 1· ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 14, 8. 2) ἐπὶ ἀπαντήσεων, βεβαιότατα, παντελῶς γε Πλάτ. Πολ. 379Β, 485D· π. μὲν οὖν ὁ αὐτ. ἐν Παρμ. 155C, 160Β, Πολ. 401Α· πρβλ. [[παντάπασι]]. 3) παρὰ μεταγεν., εἰς τὸ παντελὲς = παντελῶς, Αἰλ. π. Ζ. 17. 27, Ἑβδ., Καιν. Διαθ. | |lstext='''παντελής''': -ές, [[ἐντελής]], [[τέλειος]], [[πλήρης]], [[ὁλόκληρος]], παντελῆ σάγην ἔχων Αἰσχύλ. Χο. 560· [[μοναρχία]] Σοφ. Ἀντ. 1163 [[πανοπλία]], [[ἐλευθερία]], [[ἡδονή]], κτλ., Πλάτ. Νόμ. 796Β, 698Α, κτλ.· π. [[δάμαρ]], τελεία [[σύζυγος]], κατὰ τὸν Ἕρμανν. uxor legitima, ἡ [[οἰκοδέσποινα]] (πρβλ. [[τέλειος]] [[ἀνήρ]]), Σοφ. Ο. Τ. 930· π. ψηφίσματα, τέλεια, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 601· π. ἐσχάραι, [[ὁλόκληρος]] ὁ [[ἀριθμὸς]] τῶν διὰ τὰς θυσίας ἐσχαρῶν, πᾶσαι, Σοφ. Ἀντ. 1016. 2) ἐπὶ ἀριθμῶν, ἴδε ἐν λ. [[παντέλεια]]. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ τὰ πάντα τελῶν, τὰ πάντα κατορθῶν, [[Ζεὺς]] Αἰσχύλ. Θήβ. 118· [[χρόνος]] ὁ αὐτ. ἐν Χο. 965. ΙΙΙ. ἐπίρρ., παντελῶς, Ἰων. -έως, [[ὅλως]], ὁλοκλήρως, ὁλοσχερῶς, ἐντελῶς, [[μετὰ]] ῥημάτων, [[διῶρυξ]] π. πεποιημένη Ἡρόδ. 7. 37· λίθινα π. ἐξειργασμένα Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1, 93· παντελέως εἶχε, ἦτο ἐντελῶς τετελειωμένον, Ἡρόδ. 4. 95· π. διώρισε Αἰσχύλ. Πρ. 440· π. κρανθήσεται [[αὐτόθι]] 911· π. θανεῖν Σοφ. Ο. Τ. 669· ἐκμεμάθηκα [[ταῦτα]] παντελῶς Ἐπικράτης ἐν «Ἀντιλαΐδι» 3, κτλ.·μετ’ ἐπιθ., π. [[ἄφρων]] Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 167· ἄχρηστα π. Φιλιππίδ. ἐν «Λακκιάδαις» 1· π. Βοιώτιοι Ἄλεξις ἐν «Τροφωνίῳ» 1· - οὐ π. [[οὐδόλως]], [[οὐδαμῶς]], Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς 8, 1· ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 14, 8. 2) ἐπὶ ἀπαντήσεων, βεβαιότατα, παντελῶς γε Πλάτ. Πολ. 379Β, 485D· π. μὲν οὖν ὁ αὐτ. ἐν Παρμ. 155C, 160Β, Πολ. 401Α· πρβλ. [[παντάπασι]]. 3) παρὰ μεταγεν., εἰς τὸ παντελὲς = παντελῶς, Αἰλ. π. Ζ. 17. 27, Ἑβδ., Καιν. Διαθ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>I.</b> qui accomplit tout, de qui dépend tout ce qui s’accomplit, maître, souverain, tout-puissant;<br /><b>II.</b> complètement achevé ; <i>adv.</i> • [[εἰς]] τὸ παντελές ÉL complètement ; <i>d’où</i><br /><b>1</b> complet, achevé, accompli, parfait ; παντελὴς [[δάμαρ]] SOPH épouse accomplie, <i>sel. d’autres</i> épouse légitime ; παντελῆ ψηφίσματα ESCHL décisions <i>ou</i> décrets qu’on est parvenu à obtenir du peuple;<br /><b>2</b> dont le nombre est complet : παντελεῖς [[ἐσχάραι]] SOPH tous les foyers où l’on fait les sacrifices.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[τέλος]]. | |||
}} | }} |