παρασπονδέω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρασπονδέω''': εἶμαι [[παράσπονδος]], τὰς σπονδὰς καὶ συνθήκας [[παραβαίνω]], Δημ. 85. 22., 248. 20· εἴς τινα Διον. Ἁλ. 2. 98. ΙΙ. μεταβ., 1) π. τινα, [[παραβαίνω]] τὴν ὀφειλομένην εἴς τινα πίστιν, παρεσπόνδησαν τοὺς Ρηγίνους Πολύβ. 1. 7, 8· παρασπονδῆσαι τὸν ἕτερον Πλουτ. Σύλλ. 3. - Παθ., οὕς οὐ περιόψεσθαι παρεσπονδημένους Πολύβ. 3. 15, 7, κλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παρεσπονδημένοι· ἔκθεσμοι, παρηνομημένοι». 2) παρασπονδῶ πίστεις, δεξιάς, [[παραβαίνω]] ὑποσχέσεις μεθ’ ὅρκων γενομένας, κλ., Διον. Ἁλ. 6. 30., 7. 46.
|lstext='''παρασπονδέω''': εἶμαι [[παράσπονδος]], τὰς σπονδὰς καὶ συνθήκας [[παραβαίνω]], Δημ. 85. 22., 248. 20· εἴς τινα Διον. Ἁλ. 2. 98. ΙΙ. μεταβ., 1) π. τινα, [[παραβαίνω]] τὴν ὀφειλομένην εἴς τινα πίστιν, παρεσπόνδησαν τοὺς Ρηγίνους Πολύβ. 1. 7, 8· παρασπονδῆσαι τὸν ἕτερον Πλουτ. Σύλλ. 3. - Παθ., οὕς οὐ περιόψεσθαι παρεσπονδημένους Πολύβ. 3. 15, 7, κλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παρεσπονδημένοι· ἔκθεσμοι, παρηνομημένοι». 2) παρασπονδῶ πίστεις, δεξιάς, [[παραβαίνω]] ὑποσχέσεις μεθ’ ὅρκων γενομένας, κλ., Διον. Ἁλ. 6. 30., 7. 46.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>intr.</i> violer un traité, une convention;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> violer <i>ou</i> trahir au mépris de la foi jurée : τινα qqn ; [[τι]] violer une parole, un traité ; [[οἱ]] παρεσπονδημένοι PLUT ceux qui sont victimes d’une violation de la foi jurée.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[σπονδή]].
}}
}}