παρακοή: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρᾰκοή''': ἡ, τὸ ἀτελῶς ἀκουσθέν, [[παράκουσμα]], Πλάτ. Ἐπιστ. 341Β, Γαλην. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, τὸ παρακούειν, [[ἀπείθεια]], ἰσχυρογνωμοσύνη, Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ε΄, 19, Β΄ πρ. Κορ. κ΄, 6, Συνέσ. 211Α, Φώτ., κλ.
|lstext='''παρᾰκοή''': ἡ, τὸ ἀτελῶς ἀκουσθέν, [[παράκουσμα]], Πλάτ. Ἐπιστ. 341Β, Γαλην. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, τὸ παρακούειν, [[ἀπείθεια]], ἰσχυρογνωμοσύνη, Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ε΄, 19, Β΄ πρ. Κορ. κ΄, 6, Συνέσ. 211Α, Φώτ., κλ.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> action d’entendre <i>ou</i> d’écouter auprès;<br /><b>II.</b> <i>en mauv. part</i>;<br /><b>1</b> action d’entendre à côté (<i>càd</i> à faux <i>ou</i> mal) : erreur, méprise;<br /><b>2</b> mauvais vouloir, désobéissance.<br />'''Étymologie:''' [[παρακούω]].
}}
}}