ὀψιτέλεστος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀψῐτέλεστος''': -ον, ὁ ὀψὲ τελεσθησόμενος, [[τέρας]] ὀψιτέλεστον, ὡς τό: [[τέρας]] ὄψιμον, Ἰλ. Β. 325· οὕτω, Τρυφιόδ. (γρ. Τριφ-) 48, πρβλ. τὸ ἑπόμ.
|lstext='''ὀψῐτέλεστος''': -ον, ὁ ὀψὲ τελεσθησόμενος, [[τέρας]] ὀψιτέλεστον, ὡς τό: [[τέρας]] ὄψιμον, Ἰλ. Β. 325· οὕτω, Τρυφιόδ. (γρ. Τριφ-) 48, πρβλ. τὸ ἑπόμ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui s’accomplit longtemps après.<br />'''Étymologie:''' [[ὀψέ]], adj. verb. de [[τελέω]].
}}
}}