παράκοπος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_17)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παράκοπος''': -ον, μεταφορ. (ἴδε [[παρακόπτω]] ΙΙ) παράνους, μαινόμενος, [[παράφρων]], Αἰσχύλ. Πρ. 581· π. φρενῶν Εὐρ. Βάκχ. 33· λύσσῃ π. Ἀριστοφ. Θεσμ. 668. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 35.
|lstext='''παράκοπος''': -ον, μεταφορ. (ἴδε [[παρακόπτω]] ΙΙ) παράνους, μαινόμενος, [[παράφρων]], Αἰσχύλ. Πρ. 581· π. φρενῶν Εὐρ. Βάκχ. 33· λύσσῃ π. Ἀριστοφ. Θεσμ. 668. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 35.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a l’esprit frappé, fou.<br />'''Étymologie:''' [[παρακόπτω]].
}}
}}