3,277,020
edits
(6_2) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πατροῦχος''': [[παρθένος]], ἡ, ἡ μόνη [[κληρονόμος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν συγκληρονόμον, Ἡρόδ. 6. 57, πρβλ. Ruhnk Tim.· - ἡ Δωρ. λέξ. ἦτο [[παμῶχος]], καὶ ἡ Ἀττ. [[ἐπίκληρος]], - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «πατρούχου παρθένου, τῆς ὀρφανῆς καὶ ἐπιλήρου, ᾗ προσήκει τὰ τοῦ πατρὸς ἔχειν». | |lstext='''πατροῦχος''': [[παρθένος]], ἡ, ἡ μόνη [[κληρονόμος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν συγκληρονόμον, Ἡρόδ. 6. 57, πρβλ. Ruhnk Tim.· - ἡ Δωρ. λέξ. ἦτο [[παμῶχος]], καὶ ἡ Ἀττ. [[ἐπίκληρος]], - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «πατρούχου παρθένου, τῆς ὀρφανῆς καὶ ἐπιλήρου, ᾗ προσήκει τὰ τοῦ πατρὸς ἔχειν». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui hérite de tous les biens paternels.<br />'''Étymologie:''' [[πατήρ]], [[ἔχω]]. | |||
}} | }} |