πελεμίζω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πελεμίζω''': Ἐπικ. ἀπαρ. -έμεν· Ἐπικ. ἀόρ. πελέμιξα· ― Παθ., Ἡσ. Θεογ. 458·˙Ἐπικ. παρατ. πελεμίζετο· ἀόρ. πελεμίχθην. Ἐπικ. [[ῥῆμα]], ὡς τὸ [[ἐλελίζω]], [[σείω]], κινῶ, [[κάμνω]] τι νὰ σείηται ἢ νὰ τρέμῃ, βαθέην πελεμιζέμεν ὕλην Ἱλ. Π. 766˙ τρὶς μέν μιν πελέμιξεν, παρέσεισεν, Φ. 176, πρβλ. Π 108· οὐρίαχον πελέμιξεν ἔγχεος Ν. 443˙ π. [[[τόξον]]], [[ἀγωνίζομαι]] [[ὅπως]] κάμψω τὸ [[τόξον]], Ὀδ. Φ. 125. ― Παθ., σείομαι, [[τρέμω]], ὑπὸ ποσσὶ [[μέγας]] πελεμίζετ’ [[Ὄλυμπος]] Ἰλ. Θ. 442, Ἡσ. Θ. 842˙ ὑπὸ βροντῆς πελεμίζεται εὐρεῖα χθὼν [[αὐτόθι]] 458˙ ἐπὶ δ’ [[οὐρίαχος]] πελεμίχθη ἔγχεος, «ἐκινήθη, ἐσείσθη» (Σχόλ.) Ἰλ. Ρ. 528. 2) κινῶ τινα ἐκ τῆς θέσεως [[αὐτοῦ]], οὐδ’ ἐδύναντο ἀμφ’ αὐτῷ πελεμίχθη Δ. 535, Ε. 626˙ οὕτω, πελεμιζόμενος ὑπὸ λόγχᾳ Πινδ. Ν. 8. 51. (Ἐκ τοῦ [[πάλλω]], [[παλάμη]], συγγενὲς τῷ [[πόλεμος]])˙ ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πελεμίζειν˙ σείειν, κραδαίνειν».
|lstext='''πελεμίζω''': Ἐπικ. ἀπαρ. -έμεν· Ἐπικ. ἀόρ. πελέμιξα· ― Παθ., Ἡσ. Θεογ. 458·˙Ἐπικ. παρατ. πελεμίζετο· ἀόρ. πελεμίχθην. Ἐπικ. [[ῥῆμα]], ὡς τὸ [[ἐλελίζω]], [[σείω]], κινῶ, [[κάμνω]] τι νὰ σείηται ἢ νὰ τρέμῃ, βαθέην πελεμιζέμεν ὕλην Ἱλ. Π. 766˙ τρὶς μέν μιν πελέμιξεν, παρέσεισεν, Φ. 176, πρβλ. Π 108· οὐρίαχον πελέμιξεν ἔγχεος Ν. 443˙ π. [[[τόξον]]], [[ἀγωνίζομαι]] [[ὅπως]] κάμψω τὸ [[τόξον]], Ὀδ. Φ. 125. ― Παθ., σείομαι, [[τρέμω]], ὑπὸ ποσσὶ [[μέγας]] πελεμίζετ’ [[Ὄλυμπος]] Ἰλ. Θ. 442, Ἡσ. Θ. 842˙ ὑπὸ βροντῆς πελεμίζεται εὐρεῖα χθὼν [[αὐτόθι]] 458˙ ἐπὶ δ’ [[οὐρίαχος]] πελεμίχθη ἔγχεος, «ἐκινήθη, ἐσείσθη» (Σχόλ.) Ἰλ. Ρ. 528. 2) κινῶ τινα ἐκ τῆς θέσεως [[αὐτοῦ]], οὐδ’ ἐδύναντο ἀμφ’ αὐτῷ πελεμίχθη Δ. 535, Ε. 626˙ οὕτω, πελεμιζόμενος ὑπὸ λόγχᾳ Πινδ. Ν. 8. 51. (Ἐκ τοῦ [[πάλλω]], [[παλάμη]], συγγενὲς τῷ [[πόλεμος]])˙ ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πελεμίζειν˙ σείειν, κραδαίνειν».
}}
{{bailly
|btext=<i>ao. poét.</i> πελέμιξα, <i>ao. Pass. épq.</i> πελεμέχθην;<br /><b>1</b> mouvoir avec force : [[τόξον]] OD tendre un arc avec force;<br /><b>2</b> agiter, secouer, ébranler ; <i>Pass.</i> être agité <i>ou</i> ébranlé fortement;<br /><b>3</b> repousser avec force ; <i>à l’ao. Pass.</i> être repoussé avec force.<br />'''Étymologie:''' R.Παλ <i>ou</i> Πελ, agiter ; cf. [[πάλλω]].
}}
}}