παρωθέω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρωθέω''': μέλλ. -ώσω καὶ -ωθήσω· ― ὠθῶ πλαγίως, εἰς χώραν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794· ὠθῶ κατὰ [[μέρος]] ἢ [[μακράν]], [[ἀπορρίπτω]], περιφρονῶ, Ἔρωτα Σοφ. Τρ. 358· δοῦλον [[λέχος]] Εὐρ. Ἀνδρ. 30, πρβλ. Ἠλ. 1037. ― Παθ., παραμελοῦμαι, περιφρονοῦμαι, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 14· παρεῶσθαι καὶ ἐν οὐδενὸς [[εἶναι]] μέρει Δημ. 23. 14, πρβλ. 655. 15 (ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις [[μετὰ]] διαφόρου γραφ. παρεωρᾶσθαι). 2) Μέσ., ἀπωθῶ [[μακράν]] μου, [[ἀπορρίπτω]], Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 237, Αἰσχίν. 14. 38· π. τινα [[τιμῆς]], [[ἀποβάλλω]] τῆς ἀρχῆς, Λουκ. Τίμ. 4· π. τῶν [[χρεών]], βάλλω τὸ πεπρωμένον κατὰ [[μέρος]], Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 519. 3) ἐπὶ χρόνου, [[ἀναβάλλω]], Πλάτ. Πόλ. 471G.
|lstext='''παρωθέω''': μέλλ. -ώσω καὶ -ωθήσω· ― ὠθῶ πλαγίως, εἰς χώραν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794· ὠθῶ κατὰ [[μέρος]] ἢ [[μακράν]], [[ἀπορρίπτω]], περιφρονῶ, Ἔρωτα Σοφ. Τρ. 358· δοῦλον [[λέχος]] Εὐρ. Ἀνδρ. 30, πρβλ. Ἠλ. 1037. ― Παθ., παραμελοῦμαι, περιφρονοῦμαι, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 14· παρεῶσθαι καὶ ἐν οὐδενὸς [[εἶναι]] μέρει Δημ. 23. 14, πρβλ. 655. 15 (ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις [[μετὰ]] διαφόρου γραφ. παρεωρᾶσθαι). 2) Μέσ., ἀπωθῶ [[μακράν]] μου, [[ἀπορρίπτω]], Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 237, Αἰσχίν. 14. 38· π. τινα [[τιμῆς]], [[ἀποβάλλω]] τῆς ἀρχῆς, Λουκ. Τίμ. 4· π. τῶν [[χρεών]], βάλλω τὸ πεπρωμένον κατὰ [[μέρος]], Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 519. 3) ἐπὶ χρόνου, [[ἀναβάλλω]], Πλάτ. Πόλ. 471G.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> παρωθήσω <i>ou</i> [[παρώσω]], <i>ao.</i> πάρωσα;<br />pousser de côté, <i>fig.</i> dissimuler;<br /><i><b>Moy.</b></i> παρωθέομαι-οῦμαι repousser de côté loin de soi, acc. ; <i>fig.</i> repousser durement, chasser : τινα τιμῆς LUC exclure qqn d’une charge honorifique.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὠθέω]].
}}
}}