πέμφιξ: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_12)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πέμφιξ''': ῑγος, ἡ, [[ὡσαύτως]] πεμφίς, ίδος, (κατωτ. 4)· - [[πομφόλυξ]], «φουσκαλίδα», φλύκταιναι πέμφιξιν ἐειδόμεναι ὑετοῖο, φλύκταιναι ὅμοιαι πρὸς τὰς πομφόλυγας τὰς σχηματιζομένας ἐκ τῆς καταπιπτούσης βροχῆς, Νικ. Θ. 272· οὕτω π. αἵματος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 182. <br />2) ἡλίου π., (οἱονεὶ) [[πομφόλυξ]] ἡλιακή, ἡ ἡλιακὴ [[ἀκτίς]], ἢ [[λάμψις]] φωτός, [[αὐτόθι]] 158· οὕτω, π. τηλέσκοπος χρυσέα Σοφ. Ἀποσπ. 319· [[κεραυνία]] π. βροντῆς [[αὐτόθι]] 483· πέμφιγι πλήσας [[ὥσπερ]] ἀγγέλῳ πυρὸς [[αὐτόθι]]. 3) νεφῶν [[ὄγκος]] παρασυρόμενος ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, [[αὐτόθι]] 15· [[ὡσαύτως]], [[θύελλα]], π. [[δυσχείμερος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 195. 4) Ὁ Λυκόφρων 686 ἔχει: πεμφίδων ὄπα, τὴν φωνὴν τῶν οἰχομένων ψυχῶν, πρβλ. Ἡσύχ. - Περὶ πασῶν τούτων τῶν σημασιῶν ἴδε Γαλην. ἐν Herm. Opusc. 4. 276. (Τὸ [[πέμφιξ]] [[εἶναι]] [[ἕτερος]] [[τύπος]] τοῦ [[πομφός]], [[πομφόλυξ]], [[ἴσως]] συγγενὲς τῷ [[βόμβος]], [[βομβυλίς]], κτλ.).
|lstext='''πέμφιξ''': ῑγος, ἡ, [[ὡσαύτως]] πεμφίς, ίδος, (κατωτ. 4)· - [[πομφόλυξ]], «φουσκαλίδα», φλύκταιναι πέμφιξιν ἐειδόμεναι ὑετοῖο, φλύκταιναι ὅμοιαι πρὸς τὰς πομφόλυγας τὰς σχηματιζομένας ἐκ τῆς καταπιπτούσης βροχῆς, Νικ. Θ. 272· οὕτω π. αἵματος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 182. <br />2) ἡλίου π., (οἱονεὶ) [[πομφόλυξ]] ἡλιακή, ἡ ἡλιακὴ [[ἀκτίς]], ἢ [[λάμψις]] φωτός, [[αὐτόθι]] 158· οὕτω, π. τηλέσκοπος χρυσέα Σοφ. Ἀποσπ. 319· [[κεραυνία]] π. βροντῆς [[αὐτόθι]] 483· πέμφιγι πλήσας [[ὥσπερ]] ἀγγέλῳ πυρὸς [[αὐτόθι]]. 3) νεφῶν [[ὄγκος]] παρασυρόμενος ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, [[αὐτόθι]] 15· [[ὡσαύτως]], [[θύελλα]], π. [[δυσχείμερος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 195. 4) Ὁ Λυκόφρων 686 ἔχει: πεμφίδων ὄπα, τὴν φωνὴν τῶν οἰχομένων ψυχῶν, πρβλ. Ἡσύχ. - Περὶ πασῶν τούτων τῶν σημασιῶν ἴδε Γαλην. ἐν Herm. Opusc. 4. 276. (Τὸ [[πέμφιξ]] [[εἶναι]] [[ἕτερος]] [[τύπος]] τοῦ [[πομφός]], [[πομφόλυξ]], [[ἴσως]] συγγενὲς τῷ [[βόμβος]], [[βομβυλίς]], κτλ.).
}}
{{bailly
|btext=ιγος (ἡ) :<br /><b>I.</b> souffle :<br /><b>1</b> souffle de vie, âme, <i>particul.</i> âme des morts;<br /><b>2</b> souffle du vent ; tourbillon, nuée, nuage;<br /><b>3</b> <i>p. anal.</i> toute chose rapide comme un souffle, <i>particul.</i> lueur, rayon du soleil;<br /><b>II.</b> ce qui est produit <i>ou</i> gonflé par un souffle :<br /><b>1</b> pustule;<br /><b>2</b> goutte d’eau ; goutte de sang.<br />'''Étymologie:''' cf. [[πομφός]], [[πομφόλυξ]].
}}
}}