περιαιρετός: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιαιρετός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἀφαιρέσῃ, ἅπαν [τὸ [[χρυσίον]]] Θουκ. 2. 13· [[κόσμος]] Παυσ. 1. 25, 7· [[προσωπεῖον]] Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 3· π. τι ποιεῖν Πλούτ. 2. 828Β.
|lstext='''περιαιρετός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἀφαιρέσῃ, ἅπαν [τὸ [[χρυσίον]]] Θουκ. 2. 13· [[κόσμος]] Παυσ. 1. 25, 7· [[προσωπεῖον]] Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 3· π. τι ποιεῖν Πλούτ. 2. 828Β.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />enlevé <i>ou</i> coupé tout autour.<br />'''Étymologie:''' [[περιαιρέω]].
}}
}}