παραλύω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραλύω''': [περὶ τῆς προσῳδίας ἴδε λύω]· Ι. μετ’ αἰτ. πράγμ., λύω ἐκ τοῦ πλαγίου, λύω καὶ ἀφαιρῶ, ἀποσπῶ, τὰ πηδάλια τῶν νεῶν Ἡρόδ. 3. 136 ([[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., παραλυόμενοι τὰ πηδάλια, ἀφαιροῦντες τὰ πηδάλια, Ξεν. Ἀν. 5. 1, 11· καὶ ἐν τῷ παθ., παραλελυμέναι τοὺς ταρσούς, ἀφῃρημέναι, ἀπεστερημέναι τῶν κωπῶν, Πολύβ. 8. 6, 2)· παραλύειν τὴν πτέρυγα τοῦ χιτωνίου Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 312· τὸν θώρακα Πλουτ. Ἀντών. 76· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, π. τὴν ῥαφὴν [τοῦ χιτῶνος] ὁ αὐτ. ἐν Κλεομ. 37· τοὺς στεφάνους ὁ αὐτ. 2. 646Α. 2) λύω, θέτω [[τέρμα]] εἴς τι, [[καταλύω]], πόνους Εὐρ. Ἀνδρ. 305· τὴν τοῦ παιδίου ἀμφισβήτησιν, [[ἐγκαταλείπω]], Ἰσαῖ. 47. 24. - Μέσ., ἀπαλλάττομαί τινος, τὸν κίνδυνον Διόδ. 13. 106, πρβλ. Πλούτ. 2. 10Β. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ. καὶ γεν. πράγμ., ἀποζευγνύω ἢ [[χωρίζω]] ἀπό τινος, πολλοὺς ἤδη παρέλυσεν [[θάνατος]] δάμαρτος Εὐρ. Ἄλκ. 933, οὕτω, μία γάρ σφεων παρελύθη, μία [[πόλις]] (ἡ Σμύρνη) ἀπεχωρίσθη ἀπ’ αὐτῶν, Ἡρόδ. 1. 149· π. τινὰ τῆς στρατηίης, ἀπελευθερῶ τῆς στρατιωτικῆς ὑπηρεσίας, ὁ αὐτ. 7. 38, (καὶ ἐν τῷ παθ., ἐξαιροῦμαι ἀπό τινος, ὁ αὐτ. 5. 75)· οὕτω, παραλύειν τινὰ δυσφρόνων, ἀπελευθερῶ ἀπὸ τῶν φροντίδων καὶ μεριμνῶν, Πινδ. Ο. 2. 95· π. τινὰ τῆς στρατηγίης, [[ἀπολύω]] τῆς στρατηγίας, «[[παύω]]», Ἡρόδ. 6. 94, πρβλ. Θουκ. 7. 16., 8. 54· τινὰ τῆς δυνάμεως Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 27· ([[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., π. τῆς ἀρχῆς Εὐνάπ. σ. 476 Boiss)· ἀλλὰ καὶ τὴν [[ἀρχήν]] τινι π. ὁ αὐτ. σ. 61· - τοὺς Ἀθηναίους π. τῆς ἐπ’ αὐτὸν ὀργῆς, ἀπαλλάττειν, ἀπελευθεροῦν τῆς …, Θουκ. 2.65· φαρμάκῳ π. ἑαυτὸν τοῦ ζῆν Στράβ. 374· παραλελύσθαι τοῦ φόβου Πολύβ. 30. 4, 7· [[μετὰ]] μόνης αἰτ., ἀπελευθερῶ, δυστάνου ψυχὰν Εὐρ. Ἄλκ. 115. ΙΙΙ. λύω [[προσέτι]], [[ἐπειδὰν]] δὲ ἡ [[κύων]] λάβῃ τὸ [[ἴχνος]] ὀρθὸν ... παραλῦσαι καὶ ἑτέραν Ξεν. Κυν. 6, 14. IV. προξενῶ ἀδυναμίαν καὶ χαύνωσιν, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Β· π. τὸ [[σῶμα]] τροφῆς ἀποχῇ Πλουτ. Δημήτρ. 38· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., [[πίπτω]] εἰς παράλυσιν, ἰδίως ἐπὶ προσβολῆς παραλύσεως, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 990, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 15 ἀκολούθως [[καθόλου]], ἐξαντλοῦμαι, [[καταπίπτω]], ἐπὶ καμήλων, Ἡρόδ. 3.105· ἡ [[δύναμις]] τῆς πόλεως ... παρελύθη Λυσ. 134. 6, τῇ σωματικῇ δυνάμει παραλυόμενος Πολύβ. 16. 5, 7· παραλελυμένοις καὶ τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς ὁ αὐτ. 20. 10, 9· τὴν δύναμιν παρελέλυντο ὁ αὐτ. 1. 58, 5· τὰς χεῖρας Τέλης παρὰ Στοβ. 523. 21.
|lstext='''παραλύω''': [περὶ τῆς προσῳδίας ἴδε λύω]· Ι. μετ’ αἰτ. πράγμ., λύω ἐκ τοῦ πλαγίου, λύω καὶ ἀφαιρῶ, ἀποσπῶ, τὰ πηδάλια τῶν νεῶν Ἡρόδ. 3. 136 ([[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., παραλυόμενοι τὰ πηδάλια, ἀφαιροῦντες τὰ πηδάλια, Ξεν. Ἀν. 5. 1, 11· καὶ ἐν τῷ παθ., παραλελυμέναι τοὺς ταρσούς, ἀφῃρημέναι, ἀπεστερημέναι τῶν κωπῶν, Πολύβ. 8. 6, 2)· παραλύειν τὴν πτέρυγα τοῦ χιτωνίου Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 312· τὸν θώρακα Πλουτ. Ἀντών. 76· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, π. τὴν ῥαφὴν [τοῦ χιτῶνος] ὁ αὐτ. ἐν Κλεομ. 37· τοὺς στεφάνους ὁ αὐτ. 2. 646Α. 2) λύω, θέτω [[τέρμα]] εἴς τι, [[καταλύω]], πόνους Εὐρ. Ἀνδρ. 305· τὴν τοῦ παιδίου ἀμφισβήτησιν, [[ἐγκαταλείπω]], Ἰσαῖ. 47. 24. - Μέσ., ἀπαλλάττομαί τινος, τὸν κίνδυνον Διόδ. 13. 106, πρβλ. Πλούτ. 2. 10Β. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ. καὶ γεν. πράγμ., ἀποζευγνύω ἢ [[χωρίζω]] ἀπό τινος, πολλοὺς ἤδη παρέλυσεν [[θάνατος]] δάμαρτος Εὐρ. Ἄλκ. 933, οὕτω, μία γάρ σφεων παρελύθη, μία [[πόλις]] (ἡ Σμύρνη) ἀπεχωρίσθη ἀπ’ αὐτῶν, Ἡρόδ. 1. 149· π. τινὰ τῆς στρατηίης, ἀπελευθερῶ τῆς στρατιωτικῆς ὑπηρεσίας, ὁ αὐτ. 7. 38, (καὶ ἐν τῷ παθ., ἐξαιροῦμαι ἀπό τινος, ὁ αὐτ. 5. 75)· οὕτω, παραλύειν τινὰ δυσφρόνων, ἀπελευθερῶ ἀπὸ τῶν φροντίδων καὶ μεριμνῶν, Πινδ. Ο. 2. 95· π. τινὰ τῆς στρατηγίης, [[ἀπολύω]] τῆς στρατηγίας, «[[παύω]]», Ἡρόδ. 6. 94, πρβλ. Θουκ. 7. 16., 8. 54· τινὰ τῆς δυνάμεως Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 27· ([[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., π. τῆς ἀρχῆς Εὐνάπ. σ. 476 Boiss)· ἀλλὰ καὶ τὴν [[ἀρχήν]] τινι π. ὁ αὐτ. σ. 61· - τοὺς Ἀθηναίους π. τῆς ἐπ’ αὐτὸν ὀργῆς, ἀπαλλάττειν, ἀπελευθεροῦν τῆς …, Θουκ. 2.65· φαρμάκῳ π. ἑαυτὸν τοῦ ζῆν Στράβ. 374· παραλελύσθαι τοῦ φόβου Πολύβ. 30. 4, 7· [[μετὰ]] μόνης αἰτ., ἀπελευθερῶ, δυστάνου ψυχὰν Εὐρ. Ἄλκ. 115. ΙΙΙ. λύω [[προσέτι]], [[ἐπειδὰν]] δὲ ἡ [[κύων]] λάβῃ τὸ [[ἴχνος]] ὀρθὸν ... παραλῦσαι καὶ ἑτέραν Ξεν. Κυν. 6, 14. IV. προξενῶ ἀδυναμίαν καὶ χαύνωσιν, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Β· π. τὸ [[σῶμα]] τροφῆς ἀποχῇ Πλουτ. Δημήτρ. 38· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., [[πίπτω]] εἰς παράλυσιν, ἰδίως ἐπὶ προσβολῆς παραλύσεως, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 990, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 15 ἀκολούθως [[καθόλου]], ἐξαντλοῦμαι, [[καταπίπτω]], ἐπὶ καμήλων, Ἡρόδ. 3.105· ἡ [[δύναμις]] τῆς πόλεως ... παρελύθη Λυσ. 134. 6, τῇ σωματικῇ δυνάμει παραλυόμενος Πολύβ. 16. 5, 7· παραλελυμένοις καὶ τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς ὁ αὐτ. 20. 10, 9· τὴν δύναμιν παρελέλυντο ὁ αὐτ. 1. 58, 5· τὰς χεῖρας Τέλης παρὰ Στοβ. 523. 21.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> délier sur le côté, acc. ; <i>particul.</i> ouvrir secrètement ; <i>t. de méd.</i> paralyser ; <i>fig.</i> énerver, affaiblir;<br /><b>II.</b> délier, <i>d’où</i><br /><b>1</b> séparer : τινά τινος une personne d’une autre;<br /><b>2</b> libérer, délivrer, affranchir : τινα τῆς ὀργῆς THC apaiser le ressentiment de qqn;<br /><b>3</b> exempter, dispenser : τινα τῆς στρατηΐης HDT <i>ou</i> τῆς ἀρχῆς THC relever qqn de son commandement;<br /><i><b>Moy.</b></i> παραλύομαι délier sur son côté, sur ses épaules, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[λύω]].
}}
}}