περιφερής: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιφερής''': -ές, ὁ [[πέριξ]] κινούμενος, περιστρεφόμενος, ὢν δὲ π. (δηλ. ὁ ἐνιαυτὸς) τελευτὴν οὐδεμίαν οὐδ’ ἀρχὴν ἔχει Ἕρμιππ. ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 1˙ π. ὀφθαλμοί, περιστρεφόμενοι, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 30. 2) [[στρογγύλος]], α) ἐπὶ γραμμῶν, [[κυκλοτερής]], [[κυκλικός]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783˙ π. [[κύρτωμα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 966˙ κύλικας... περιφερεῖς Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 1. 5˙ ἀντίθετ. τῷ [[εὐθύς]], Πλάτ. Παρμ. 137Α, Ε, Ἀριστ. Φυσ. 7. 4, 1, κ. ἀλλ.˙ τὸ περιφερές, τὸ κυκλικὸν [[σχῆμα]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Ὑστ. 1. 4, 3, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 436F. β) ἐπὶ σωμάτων, [[σφαιρικός]], ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 108Ε, Συμπ. 190Β, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 14, 49, κ. ἀλλ.˙ ― μεταφορ., ἐπὶ ὕφους, τετορνευμένον, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 22˙ τὰ στρογγύλα καὶ τὰ π. προοίμια ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 10. 13. ΙΙ. ὁ περιβάλλων, περιέχων, π. [[στίβος]] χθονὸς Εὐρ. Ἴων 743. 2) περικυκλούμενος ὑπό, [[δῶμα]] περιφερὲς θριγκοῖς τόδε ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 430. ΙΙΙ. πρβλ. [[Περφερέες]].
|lstext='''περιφερής''': -ές, ὁ [[πέριξ]] κινούμενος, περιστρεφόμενος, ὢν δὲ π. (δηλ. ὁ ἐνιαυτὸς) τελευτὴν οὐδεμίαν οὐδ’ ἀρχὴν ἔχει Ἕρμιππ. ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 1˙ π. ὀφθαλμοί, περιστρεφόμενοι, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 30. 2) [[στρογγύλος]], α) ἐπὶ γραμμῶν, [[κυκλοτερής]], [[κυκλικός]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783˙ π. [[κύρτωμα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 966˙ κύλικας... περιφερεῖς Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 1. 5˙ ἀντίθετ. τῷ [[εὐθύς]], Πλάτ. Παρμ. 137Α, Ε, Ἀριστ. Φυσ. 7. 4, 1, κ. ἀλλ.˙ τὸ περιφερές, τὸ κυκλικὸν [[σχῆμα]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Ὑστ. 1. 4, 3, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 436F. β) ἐπὶ σωμάτων, [[σφαιρικός]], ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 108Ε, Συμπ. 190Β, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 14, 49, κ. ἀλλ.˙ ― μεταφορ., ἐπὶ ὕφους, τετορνευμένον, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 22˙ τὰ στρογγύλα καὶ τὰ π. προοίμια ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 10. 13. ΙΙ. ὁ περιβάλλων, περιέχων, π. [[στίβος]] χθονὸς Εὐρ. Ἴων 743. 2) περικυκλούμενος ὑπό, [[δῶμα]] περιφερὲς θριγκοῖς τόδε ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 430. ΙΙΙ. πρβλ. [[Περφερέες]].
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>I.</b> qui se meut circulairement, qui tourne, qui roule <i>en parl. des yeux</i>;<br /><b>II. 1</b> entouré de, τινι;<br /><b>2</b> arrondi, rond.<br />'''Étymologie:''' [[περιφέρω]].
}}
}}