παρρησιαστής: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρρησιαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐλευθέρως ὁμιλῶν, [[ἐλευθερόστομος]] [[ἄνθρωπος]], Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 4. 3, 28, Διόδ. 14 .5, Λουκ. Θεῶν Ἐκκλησ. 3.
|lstext='''παρρησιαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐλευθέρως ὁμιλῶν, [[ἐλευθερόστομος]] [[ἄνθρωπος]], Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 4. 3, 28, Διόδ. 14 .5, Λουκ. Θεῶν Ἐκκλησ. 3.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui parle franchement.<br />'''Étymologie:''' [[παρρησιάζομαι]].
}}
}}