στυράκινος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στῠράκῐνος''': [ᾰ], -η, -ον, ([[στύραξ]]) πεποιημένος ἐκ στύρακος· [[χρῖσμα]] στυράκινον Διοσκ. 1. 79. 2) πεποιημένος ἐκ ξύλου τοῦ δένδρου στύρακος· ἀκοντίσματα Στράβ. 570.
|lstext='''στῠράκῐνος''': [ᾰ], -η, -ον, ([[στύραξ]]) πεποιημένος ἐκ στύρακος· [[χρῖσμα]] στυράκινον Διοσκ. 1. 79. 2) πεποιημένος ἐκ ξύλου τοῦ δένδρου στύρακος· ἀκοντίσματα Στράβ. 570.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> de styrax;<br /><b>2</b> fait en bois de styrax.<br />'''Étymologie:''' [[στύραξ]].
}}
}}