3,277,048
edits
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῡκάμῑνον''': [ᾰ], τό, ὁ [[καρπὸς]] τῆς συκαμίνου, τὸ [[μόρον]], κοινῶς «μοῦρον» Λατ. morum, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 15, Ἑβδ. (Ἀμὼς Ζ΄, 14)· τὸν ὀπὸν αὐτῶν μετεχειρίζοντο αἱ γυναῖκες πρὸς ἐντριβὴν τοῦ προσώπου ἀντὶ φύκους, Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισιν» 1. 2, Φιλιππίδ. ἐν «Φιλαθηναίῳ» 1· ὑπῆρχον δύο εἴδη, ἐρυθρὸν (ἢ [[μέλαν]]) καὶ [[λευκόν]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 6, 4. | |lstext='''σῡκάμῑνον''': [ᾰ], τό, ὁ [[καρπὸς]] τῆς συκαμίνου, τὸ [[μόρον]], κοινῶς «μοῦρον» Λατ. morum, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 15, Ἑβδ. (Ἀμὼς Ζ΄, 14)· τὸν ὀπὸν αὐτῶν μετεχειρίζοντο αἱ γυναῖκες πρὸς ἐντριβὴν τοῦ προσώπου ἀντὶ φύκους, Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισιν» 1. 2, Φιλιππίδ. ἐν «Φιλαθηναίῳ» 1· ὑπῆρχον δύο εἴδη, ἐρυθρὸν (ἢ [[μέλαν]]) καὶ [[λευκόν]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 6, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />mûre, <i>fruit</i>.<br />'''Étymologie:''' [[συκῆ]]. | |||
}} | }} |