ψυχόω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_1)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψῡχόω''': ([[ψυχή]]) [[παρέχω]] ψυχὴν ἢ ζωὴν εἴς τι, ἔμψυχόν τι ποιῶ, τίς λίθον ἐψύχωσε; Ἀνθ. Πλαν. 159· ψυχοῦν ποταμόν, ἐπὶ τῶν ἰχθύων, οἱ ὁποῖοι ποιοῦσιν αὐτὸν οἱονεὶ ἔμψυχον, ζῶντα, Φίλων Ι. 663. ΙΙ. ([[ψῦχος]]) ἐν τῷ παθ., [[γίνομαι]] [[ψυχρός]], ψύχομαι, Ἱππ. 675. 49, Πλούτ. 2. 1052F.
|lstext='''ψῡχόω''': ([[ψυχή]]) [[παρέχω]] ψυχὴν ἢ ζωὴν εἴς τι, ἔμψυχόν τι ποιῶ, τίς λίθον ἐψύχωσε; Ἀνθ. Πλαν. 159· ψυχοῦν ποταμόν, ἐπὶ τῶν ἰχθύων, οἱ ὁποῖοι ποιοῦσιν αὐτὸν οἱονεὶ ἔμψυχον, ζῶντα, Φίλων Ι. 663. ΙΙ. ([[ψῦχος]]) ἐν τῷ παθ., [[γίνομαι]] [[ψυχρός]], ψύχομαι, Ἱππ. 675. 49, Πλούτ. 2. 1052F.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />animer, vivifier.<br />'''Étymologie:''' [[ψυχή]].
}}
}}