τραχηλίζω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_13a)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρᾰχηλίζω''': μέλλ. -ίσω, [[κυρίως]] ἐπὶ παλαιστῶν, [[λαμβάνω]] τινὰ ἐκ τοῦ τραχήλου, ἢ [[κάμπτω]] τινὸς τὸν τράχηλον πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] καὶ οὕτω [[καταβάλλω]], νικῶ ἐντελῶς, τὸν ταῦρον Θεοφρ. Χαρ. 27· τοὺς νεανίσκους Πλουτ. Ἀντών. 33, πρβλ. 2. 521Β. ΙΙ. Παθ., λαμβάνομαι ἐκ τοῦ τραχήλου, ἡττῶμαι, καταβάλλομαι, Διογ. Κυν. παρὰ Διογ. Λ. 6. 61, Τέλης παρὰ Στοβ. 535. 23· ἀπὸ θεάματος τραχηλιζόμενος καὶ περιαγόμενος Πλούτ. 2. 521C· πολέμῳ Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 6, 2· ταῖς ἐπιθυμίαις Φίλων 2. 127· ― ἀπολ., ποιοῦμαι χρῆσιν τοῦ τρόπου τούτου τοῦ παλαίειν, Πλάτ. Ἀντερ. 132C, Θεμίστ. 291Β, πρβλ. Ξεν. Λακ. 5. 9, καὶ ἴδε ἐν λ. [[τραχηλισμός]]. 2) [[καταπίπτω]] κατὰ κεφαλῇ· καὶ ἐπὶ πλοίων, καταβυθίζομαι ὑπὸ δίνης, Στράβ. 268. 3) κάμπτομαι τὸν τράχηλον πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] (ὡς [[θῦμα]]) [[ὥστε]] ὁ [[λαιμὸς]] χαίνει [[ὅταν]] κοπῇ, Λατ. resupinare· [[ἐντεῦθεν]], τετραχηλισμένα, ἀνεῳγμένα, πεφανερωμένα, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. δ΄, 13· πρβλ. Ἡσύχ., «τετραχηλισμένα· πεφανερωμένα».
|lstext='''τρᾰχηλίζω''': μέλλ. -ίσω, [[κυρίως]] ἐπὶ παλαιστῶν, [[λαμβάνω]] τινὰ ἐκ τοῦ τραχήλου, ἢ [[κάμπτω]] τινὸς τὸν τράχηλον πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] καὶ οὕτω [[καταβάλλω]], νικῶ ἐντελῶς, τὸν ταῦρον Θεοφρ. Χαρ. 27· τοὺς νεανίσκους Πλουτ. Ἀντών. 33, πρβλ. 2. 521Β. ΙΙ. Παθ., λαμβάνομαι ἐκ τοῦ τραχήλου, ἡττῶμαι, καταβάλλομαι, Διογ. Κυν. παρὰ Διογ. Λ. 6. 61, Τέλης παρὰ Στοβ. 535. 23· ἀπὸ θεάματος τραχηλιζόμενος καὶ περιαγόμενος Πλούτ. 2. 521C· πολέμῳ Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 6, 2· ταῖς ἐπιθυμίαις Φίλων 2. 127· ― ἀπολ., ποιοῦμαι χρῆσιν τοῦ τρόπου τούτου τοῦ παλαίειν, Πλάτ. Ἀντερ. 132C, Θεμίστ. 291Β, πρβλ. Ξεν. Λακ. 5. 9, καὶ ἴδε ἐν λ. [[τραχηλισμός]]. 2) [[καταπίπτω]] κατὰ κεφαλῇ· καὶ ἐπὶ πλοίων, καταβυθίζομαι ὑπὸ δίνης, Στράβ. 268. 3) κάμπτομαι τὸν τράχηλον πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] (ὡς [[θῦμα]]) [[ὥστε]] ὁ [[λαιμὸς]] χαίνει [[ὅταν]] κοπῇ, Λατ. resupinare· [[ἐντεῦθεν]], τετραχηλισμένα, ἀνεῳγμένα, πεφανερωμένα, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. δ΄, 13· πρβλ. Ἡσύχ., «τετραχηλισμένα· πεφανερωμένα».
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> renverser (qqn, une victime, <i>etc.</i>) la tête en arrière, acc.;<br /><b>2</b> serrer le cou, étreindre ; <i>Pass.</i> être saisi par le cou, être terrassé.<br />'''Étymologie:''' [[τράχηλος]].
}}
}}