συνεπιρρώννυμι: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_20)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεπιρρώννῡμι''': συμβοηθῶ ἐνισχύων, ὑποστηρίζων, παρεκάλει τοὺς θεούς... ἀμῦναι καὶ συνεπιρρῶσαι τοὺς Ἕλληνας Πλουτ. Ἀλέξ. 33, κτλ. ― Παθητ., ἐπὶ τῆς γλώσσης, [[ὡσαύτως]] ἐνισχύομαι, Λογγῖν. 11. 2.
|lstext='''συνεπιρρώννῡμι''': συμβοηθῶ ἐνισχύων, ὑποστηρίζων, παρεκάλει τοὺς θεούς... ἀμῦναι καὶ συνεπιρρῶσαι τοὺς Ἕλληνας Πλουτ. Ἀλέξ. 33, κτλ. ― Παθητ., ἐπὶ τῆς γλώσσης, [[ὡσαύτως]] ἐνισχύομαι, Λογγῖν. 11. 2.
}}
{{bailly
|btext=contribuer à fortifier, à affermir, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιρρώννυμι]].
}}
}}