περίαμμα: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περίαμμα''': τό, ([[περιάπτω]]) περίαπτον, [[φυλακτήριον]], [[φυλακτόν]], Πολυβ. Ἀποσπ. Γραμμ. 63, Διόδ. 5. 64, Ἀνθ. Π. 11. 257.
|lstext='''περίαμμα''': τό, ([[περιάπτω]]) περίαπτον, [[φυλακτήριον]], [[φυλακτόν]], Πολυβ. Ἀποσπ. Γραμμ. 63, Διόδ. 5. 64, Ἀνθ. Π. 11. 257.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />ce qu’on attache autour de son cou, <i>particul.</i> amulette, talisman.<br />'''Étymologie:''' [[περιάπτω]].
}}
}}