πιλέω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῑλέω''': (πίλος) = [[πιλόω]] (ὁ [[τύπος]] [[πιλόω]] ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τοῦ Μεγ. Ἐτυμολ. 672. 12), [[συμπιέζω]] τὸ [[ἔριον]] καὶ πιέζων [[κατασκευάζω]] [[πίλημα]], πιληθεὶς [[πέτασος]], [[πέτασος]] ἐκ πιλήματος, Ἀνθ. Π. 6. 282· πιλεῖν τὸ δέρμα, κατεργάζεσθαι, Γαλην. ΙΙ. [[καθόλου]], συνωθῶ εἰς ἓν [[μέρος]], «στρυμώνω», πιλοῦντες ἑαυτοὺς Ἀριστοφ. Λυσ. 577· πιλήσαντες τοὺς λόχους Διον. Ἁλ. 9· 58. ― Παθ. διὰ τὸ πολὺ εἰς ὀλίγον πιληθῆναι τόπον Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 11· [[χθών]]... [[οὔπω]] πιληθεῖσα, [[μήπω]] στερεωθεῖσα, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 678· ὕδατι πιληθεῖσα [[μᾶζα]] Ἀνθ. Πλαν. 333· σελήνην [[νέφος]] [[εἶναι]] πεπιληένον Ξενοφάν. παρὰ Πλουτ. 2. 891Β· ἐπὶ ἀνδρός, παγκρατιαστὴς ὑπὸ τῆς πυκνότητος σαρκῶν πεπιλ. Φίλων 2. 449· ἰσχνὸς τὴν σάρκα πεπιλ. Ἰώσηπ. Ἰουδ. Πόλ. 6. 1, 6· ― πιλούμενος κακοῖς, καταθλιβόμενος..., Διον. Ἁλ. π Συνθ. 18, πρβλ. Ἀγαθ. 5. 3 ἐν τέλ.· τοῖς χείλεσι πιλουμένοις, συμπιεζομένοις, Διον. [[Θρᾷξ]] ἐν Α. Β. 810. 2) π. πουλύπουν, κτυπῶ τὸν ὀκτάπουν ἵνα τὴν σάρκα [[αὐτοῦ]] καταστήσω τρυφερωτέραν ([[ὅπερ]] ἔτι καὶ νῦν ἐν Ἑλλάδι γίνεται), πουλύπου πιλουμένου Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 235· οὕτω, πιλεῖν πλεκτάνας Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 15Α, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 23, Ζηνόβ. 3. 24, Πλίν. 32. 42.
|lstext='''πῑλέω''': (πίλος) = [[πιλόω]] (ὁ [[τύπος]] [[πιλόω]] ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τοῦ Μεγ. Ἐτυμολ. 672. 12), [[συμπιέζω]] τὸ [[ἔριον]] καὶ πιέζων [[κατασκευάζω]] [[πίλημα]], πιληθεὶς [[πέτασος]], [[πέτασος]] ἐκ πιλήματος, Ἀνθ. Π. 6. 282· πιλεῖν τὸ δέρμα, κατεργάζεσθαι, Γαλην. ΙΙ. [[καθόλου]], συνωθῶ εἰς ἓν [[μέρος]], «στρυμώνω», πιλοῦντες ἑαυτοὺς Ἀριστοφ. Λυσ. 577· πιλήσαντες τοὺς λόχους Διον. Ἁλ. 9· 58. ― Παθ. διὰ τὸ πολὺ εἰς ὀλίγον πιληθῆναι τόπον Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 11· [[χθών]]... [[οὔπω]] πιληθεῖσα, [[μήπω]] στερεωθεῖσα, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 678· ὕδατι πιληθεῖσα [[μᾶζα]] Ἀνθ. Πλαν. 333· σελήνην [[νέφος]] [[εἶναι]] πεπιληένον Ξενοφάν. παρὰ Πλουτ. 2. 891Β· ἐπὶ ἀνδρός, παγκρατιαστὴς ὑπὸ τῆς πυκνότητος σαρκῶν πεπιλ. Φίλων 2. 449· ἰσχνὸς τὴν σάρκα πεπιλ. Ἰώσηπ. Ἰουδ. Πόλ. 6. 1, 6· ― πιλούμενος κακοῖς, καταθλιβόμενος..., Διον. Ἁλ. π Συνθ. 18, πρβλ. Ἀγαθ. 5. 3 ἐν τέλ.· τοῖς χείλεσι πιλουμένοις, συμπιεζομένοις, Διον. [[Θρᾷξ]] ἐν Α. Β. 810. 2) π. πουλύπουν, κτυπῶ τὸν ὀκτάπουν ἵνα τὴν σάρκα [[αὐτοῦ]] καταστήσω τρυφερωτέραν ([[ὅπερ]] ἔτι καὶ νῦν ἐν Ἑλλάδι γίνεται), πουλύπου πιλουμένου Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 235· οὕτω, πιλεῖν πλεκτάνας Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 15Α, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 23, Ζηνόβ. 3. 24, Πλίν. 32. 42.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />fouler, presser ; <i>Pass.</i> être compact, condensé.<br />'''Étymologie:''' DELG [[πῖλος]].
}}
}}