περίλυπος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περίλῡπος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ [[σφόδρα]] λελυπημένος, ὁ [[λίαν]] τεθλιμμένος, Ἱππ. 390. 53, Ἰσοκρ. 11Β, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 18.
|lstext='''περίλῡπος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ [[σφόδρα]] λελυπημένος, ὁ [[λίαν]] τεθλιμμένος, Ἱππ. 390. 53, Ἰσοκρ. 11Β, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 18.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />très triste, affligé.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[λύπη]].
}}
}}