Πινδάρειος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Πινδάρειος''': -α, -ον, ὁ εἰς τὸν Πίνδαρον ἀνήκων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 939· ― [[ὡσαύτως]] Πινδαρικός, ή, όν, Πλούτ. 2. 603Ε· Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 21. 14.
|lstext='''Πινδάρειος''': -α, -ον, ὁ εἰς τὸν Πίνδαρον ἀνήκων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 939· ― [[ὡσαύτως]] Πινδαρικός, ή, όν, Πλούτ. 2. 603Ε· Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 21. 14.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />de Pindare.<br />'''Étymologie:''' Πίνδαρος.
}}
}}