πηχυαῖος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πηχυαῖος''': -α, -ον, ἔχων [[μῆκος]] ἑνὸς πήχεως, Ἡρόδ. 2. 48, 78, Ἱππ. π. Ἀγμ. 757, Πλάτ. Φαίδων 96Ε κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 172.
|lstext='''πηχυαῖος''': -α, -ον, ἔχων [[μῆκος]] ἑνὸς πήχεως, Ἡρόδ. 2. 48, 78, Ἱππ. π. Ἀγμ. 757, Πλάτ. Φαίδων 96Ε κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 172.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />long, large, <i>etc.</i> d’une coudée.<br />'''Étymologie:''' [[πῆχυς]].
}}
}}