περιδράσσομαι: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιδράσσομαι''': Ἀττ. -ττομαι, [[κυρίως]], [[λαμβάνω]], πιάνω τι διὰ τῆς χειρός, ἴχνη χειρῶν, αἷς ἀντελαμβάνετο καὶ περιεδράττετό τινος Πλουτ. Κάμιλλ. 26· δραχμὴν δὲ τοὺς ἓξ ὀβολούς· τοσούτους γὰρ ἡ χεὶρ περιεδράττετο, ἠδύνατο νὰ περιλάβῃ, Λύσανδρ. 17· μεταφορ., [[ἡμεῖς]] τοῦ λόγου περιδραξώμεθα Ἐπιφαν. Αἱρεσ. 64, 16, κλ.
|lstext='''περιδράσσομαι''': Ἀττ. -ττομαι, [[κυρίως]], [[λαμβάνω]], πιάνω τι διὰ τῆς χειρός, ἴχνη χειρῶν, αἷς ἀντελαμβάνετο καὶ περιεδράττετό τινος Πλουτ. Κάμιλλ. 26· δραχμὴν δὲ τοὺς ἓξ ὀβολούς· τοσούτους γὰρ ἡ χεὶρ περιεδράττετο, ἠδύνατο νὰ περιλάβῃ, Λύσανδρ. 17· μεταφορ., [[ἡμεῖς]] τοῦ λόγου περιδραξώμεθα Ἐπιφαν. Αἱρεσ. 64, 16, κλ.
}}
{{bailly
|btext=saisir avec la main ; saisir fortement, empoigner.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[δράσσομαι]].
}}
}}