3,277,114
edits
(6_4) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σελῑνούσιος''': -α, -ον, ὁ ἔχων φύλλα ὡς τὰ τοῦ σελίνου, [[κράμβη]] Εὔδημ. παρ’ Ἀθην. 369Ε. ΙΙ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 21, 2, Σ. πυρὸς [[εἶναι]] πιθανῶς [[σῖτος]] ἐκ Σελινοῦντος τῆς Σικελίας, πρβλ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 3., 8. 5, 1, Πλίν. 18. 64· οὕτω, γῆ Σελινουσία [[εἶναι]] [[χῶμα]] δι’ οὗ ἐνοθεύετο τὸ ἰνδικὸν («λουλάκι»), Διοσκ. 174, Πλίν. 35. 46 καὶ 194. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σελινουσία· κράμβης [[εἶδος]]». | |lstext='''σελῑνούσιος''': -α, -ον, ὁ ἔχων φύλλα ὡς τὰ τοῦ σελίνου, [[κράμβη]] Εὔδημ. παρ’ Ἀθην. 369Ε. ΙΙ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 21, 2, Σ. πυρὸς [[εἶναι]] πιθανῶς [[σῖτος]] ἐκ Σελινοῦντος τῆς Σικελίας, πρβλ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 3., 8. 5, 1, Πλίν. 18. 64· οὕτω, γῆ Σελινουσία [[εἶναι]] [[χῶμα]] δι’ οὗ ἐνοθεύετο τὸ ἰνδικὸν («λουλάκι»), Διοσκ. 174, Πλίν. 35. 46 καὶ 194. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σελινουσία· κράμβης [[εἶδος]]». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />frisé comme le persil ; ἡ σελινουσία ([[κράμβη]]) sorte de chou frisé.<br />'''Étymologie:''' [[σέλινον]]. | |||
}} | }} |