σιδηρεύς: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῐδηρεύς''': έως, ὁ, ὁ ἐργαζόμενος τὸν [[σίδηρον]], [[σιδηρουργός]], Ξεν. Ἀγησ. 1, 26, Πόροι 4, 6.
|lstext='''σῐδηρεύς''': έως, ὁ, ὁ ἐργαζόμενος τὸν [[σίδηρον]], [[σιδηρουργός]], Ξεν. Ἀγησ. 1, 26, Πόροι 4, 6.
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />forgeron.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]].
}}
}}