πλῆκτρον: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλῆκτρον''': Δωρ. πλᾶκτρον, τό, ([[πλήσσω]]) τὸ δι’ οὗ πλήττει τίς τι· 1) [[ὄργανον]] δι’ οὗ ἔκρουον τὰς χορδὰς τῆς λύρας, ἐκ χρυσοῦ ἢ ἐλέφαντος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 185, Πινδ. Ν. 5. 43, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 351· πλ. κεράτινα Πλάτ. Νόμ. 795Α· π. ξύλινον Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 29· κρούειν τῷ πλ. Πλάτ. Λῦσ. 209Β· πλήκτρῳ… πληγῶν γιγνομένων ὁ αὐτ. ἐν 531Α. 2) αἰχμὴ δόρατος, Σοφ. Ἀποσπ. 164· π. διόβολον, ἐπὶ ἀστραπῆς ἢ κεραυνοῦ, Εὐρ. Ἄλκ. 125· ἐπὶ τοῦ κέντρου μελίσσης, Ἰουλιαν. 90Α. 3) τοῦ ἀλεκτρυόνος τὸ πρὸς πλῆξιν χρήσιμον ἐπὶ τοῦ ποδὸς [[κέντρον]], Λατ. calcar, Ἀριστοφ. Ὄρν. 759, 1365, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 11, π. Ζ. Μορ. 4. 12, 20, κ. ἀλλ.· ― [[ὡσαύτως]] ἀνάλογόν τι [[ὀστοῦν]] ἐπὶ τῶν σφυρῶν, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 7. 4) [[κώπη]], Ἡρόδ. 1. 194, Σοφ. Ἀποσπ. 151.
|lstext='''πλῆκτρον''': Δωρ. πλᾶκτρον, τό, ([[πλήσσω]]) τὸ δι’ οὗ πλήττει τίς τι· 1) [[ὄργανον]] δι’ οὗ ἔκρουον τὰς χορδὰς τῆς λύρας, ἐκ χρυσοῦ ἢ ἐλέφαντος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 185, Πινδ. Ν. 5. 43, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 351· πλ. κεράτινα Πλάτ. Νόμ. 795Α· π. ξύλινον Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 29· κρούειν τῷ πλ. Πλάτ. Λῦσ. 209Β· πλήκτρῳ… πληγῶν γιγνομένων ὁ αὐτ. ἐν 531Α. 2) αἰχμὴ δόρατος, Σοφ. Ἀποσπ. 164· π. διόβολον, ἐπὶ ἀστραπῆς ἢ κεραυνοῦ, Εὐρ. Ἄλκ. 125· ἐπὶ τοῦ κέντρου μελίσσης, Ἰουλιαν. 90Α. 3) τοῦ ἀλεκτρυόνος τὸ πρὸς πλῆξιν χρήσιμον ἐπὶ τοῦ ποδὸς [[κέντρον]], Λατ. calcar, Ἀριστοφ. Ὄρν. 759, 1365, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 11, π. Ζ. Μορ. 4. 12, 20, κ. ἀλλ.· ― [[ὡσαύτως]] ἀνάλογόν τι [[ὀστοῦν]] ἐπὶ τῶν σφυρῶν, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 7. 4) [[κώπη]], Ἡρόδ. 1. 194, Σοφ. Ἀποσπ. 151.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />objet pour frapper :<br /><b>1</b> plectre, sorte d’archet d’instrument à cordes;<br /><b>2</b> éperon de coq, ergot;<br /><b>3</b> trait de foudre;<br /><b>4</b> sorte de rame, pagaie.<br />'''Étymologie:''' [[πλήσσω]].
}}
}}