πλειστοβόλος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλειστοβόλος''': -ον, (βάλλω) ὁ τὰ πλεῖστα βάλλων, ἐπιτυγχάνων πολύ, ἐπὶ κυβευτῶν, Ἀνθ. Π. 7. 423.
|lstext='''πλειστοβόλος''': -ον, (βάλλω) ὁ τὰ πλεῖστα βάλλων, ἐπιτυγχάνων πολύ, ἐπὶ κυβευτῶν, Ἀνθ. Π. 7. 423.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui amène le plus fort point <i>au jeu de dés</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πλεῖστος]], [[βάλλω]].
}}
}}