περιμετρέω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιμετρέω''': μετρῶ ὁλόγυρα, Λουκ. Ἰκαρομ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 12.
|lstext='''περιμετρέω''': μετρῶ ὁλόγυρα, Λουκ. Ἰκαρομ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 12.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />mesurer tout autour.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[μετρέω]].
}}
}}