προσψαύω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσψαύω''': Δωρ. καὶ ποιητ. ποτι-, [[ψαύω]], [[ἐγγίζω]], τινὶ Πινδ. Ἀποσπ. 36. 2, πρβλ. Π. 9. 213· ἀπολ., Σοφ. Φιλ. 1054, Ο. Κ. 330· ὅσον γ’ αὐτὸς μὴ ποτιψαύων χεροῖν ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1214.
|lstext='''προσψαύω''': Δωρ. καὶ ποιητ. ποτι-, [[ψαύω]], [[ἐγγίζω]], τινὶ Πινδ. Ἀποσπ. 36. 2, πρβλ. Π. 9. 213· ἀπολ., Σοφ. Φιλ. 1054, Ο. Κ. 330· ὅσον γ’ αὐτὸς μὴ ποτιψαύων χεροῖν ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1214.
}}
{{bailly
|btext=<i>dor. et poét.</i> [[ποτιψαύω]];<br />toucher à ; <i>abs.</i> toucher.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ψαύω]].
}}
}}