χαλκίον: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χαλκίον''': τό, ὡς τὸ [[χαλκεῖον]] ΙΙ, [[ἀγγεῖον]], [[σκεῦος]] ἐκ χαλκοῦ, [[λέβης]], [[χύτρα]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1128, Ἀποσπ. 169, 316, Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 22, ἐν «Ταξιάρχοις» 8, Ξεν. Οἰκ. 8, 19. 2) [[κύμβαλον]], Θεόκρ. 2. 36· τὸ Δωδωναῖον ἄν τις [[χαλκίον]], ὃ λέγουσιν ἠχεῖν, ἂν παράψηθ’ ὁ παριὼν παροιμ. παρὰ Μενάνδρῳ ἐν Ἀρρηφόρῳ» 3, ἑρμηνευομένη παρὰ Ζηνοβ. Παροιμ. 6. 5, «ἐπὶ τῶν πολλὰ λαλούντων καὶ μὴ διαλειπόντων»· ― κοῖλον ἐκ χαλκοῦ ἡλιακὸν [[ὡρολόγιον]], [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 110. 3) εἰσιτήριον ἐκ χαλκοῦ διδόμενον εἰς τοὺς κληρωθέντας δικαστὰς καὶ φέρον τὸ [[ὄνομα]] τοῦ δικαστηρίου εἰς ὃ ἔπρεπε νὰ συνέλθωσι, Δημ. 997, 18. 4) [[νόμισμα]] ἐκ χαλκοῦ «πεντάρα», πονηρὰ χαλκία Ἀριστοφ. Βάτρ. 724· παραλαβὼν τὼ χαλκὶω Εὔβουλος ἐν «Παμφίλῳ» 4· πρβλ. [[Πολυδ]]. Θ΄, 91. ― Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τῶν πεζογράφων [[συχνάκις]] φέρεται [[χαλκεῖον]] (ἴδε [[χαλκεῖον]] ΙΙ)· ἀλλ’ ἡ [[χρῆσις]] τῶν κωμ. ποιητῶν, ὡς ἐκ τοῦ μέτρου φαίνεται, [[εἶναι]] [[ὑπὲρ]] τῆς γραφῆς [[χαλκίον]], καὶ ὁ Δινδ. ἀποκαθιστᾷ ταύτην τὴν γραφὴν ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ, ἔτι δὲ καὶ παρ’ Ἡροδ., [[ἔνθα]] σημαίνει [[σκεῦος]].
|lstext='''χαλκίον''': τό, ὡς τὸ [[χαλκεῖον]] ΙΙ, [[ἀγγεῖον]], [[σκεῦος]] ἐκ χαλκοῦ, [[λέβης]], [[χύτρα]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1128, Ἀποσπ. 169, 316, Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 22, ἐν «Ταξιάρχοις» 8, Ξεν. Οἰκ. 8, 19. 2) [[κύμβαλον]], Θεόκρ. 2. 36· τὸ Δωδωναῖον ἄν τις [[χαλκίον]], ὃ λέγουσιν ἠχεῖν, ἂν παράψηθ’ ὁ παριὼν παροιμ. παρὰ Μενάνδρῳ ἐν Ἀρρηφόρῳ» 3, ἑρμηνευομένη παρὰ Ζηνοβ. Παροιμ. 6. 5, «ἐπὶ τῶν πολλὰ λαλούντων καὶ μὴ διαλειπόντων»· ― κοῖλον ἐκ χαλκοῦ ἡλιακὸν [[ὡρολόγιον]], [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 110. 3) εἰσιτήριον ἐκ χαλκοῦ διδόμενον εἰς τοὺς κληρωθέντας δικαστὰς καὶ φέρον τὸ [[ὄνομα]] τοῦ δικαστηρίου εἰς ὃ ἔπρεπε νὰ συνέλθωσι, Δημ. 997, 18. 4) [[νόμισμα]] ἐκ χαλκοῦ «πεντάρα», πονηρὰ χαλκία Ἀριστοφ. Βάτρ. 724· παραλαβὼν τὼ χαλκὶω Εὔβουλος ἐν «Παμφίλῳ» 4· πρβλ. [[Πολυδ]]. Θ΄, 91. ― Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τῶν πεζογράφων [[συχνάκις]] φέρεται [[χαλκεῖον]] (ἴδε [[χαλκεῖον]] ΙΙ)· ἀλλ’ ἡ [[χρῆσις]] τῶν κωμ. ποιητῶν, ὡς ἐκ τοῦ μέτρου φαίνεται, [[εἶναι]] [[ὑπὲρ]] τῆς γραφῆς [[χαλκίον]], καὶ ὁ Δινδ. ἀποκαθιστᾷ ταύτην τὴν γραφὴν ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ, ἔτι δὲ καὶ παρ’ Ἡροδ., [[ἔνθα]] σημαίνει [[σκεῦος]].
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> vase d’airain <i>ou</i> de cuivre;<br /><b>2</b> bouclier d’airain;<br /><b>3</b> monnaie de cuivre.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]].
}}
}}