ψηλάφησις: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_8)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψηλάφησις''': -εως, ἡ, τὸ ψηλαφᾶν, «ψάξιμον», Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΕ΄, 15), Πλουτ. Αἰμίλ. 14· [[γαργάλισμα]], ὁ αὐτ. 2. 125C, πρβλ. 547Β.
|lstext='''ψηλάφησις''': -εως, ἡ, τὸ ψηλαφᾶν, «ψάξιμον», Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΕ΄, 15), Πλουτ. Αἰμίλ. 14· [[γαργάλισμα]], ὁ αὐτ. 2. 125C, πρβλ. 547Β.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de tâter, de palper.<br />'''Étymologie:''' [[ψηλαφάω]].
}}
}}