πολυέραστος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυέραστος''': -ον, ὁ πολὺ [[ἐραστός]], [[ἀγαπητός]], Ξεν. Ἀγησ. 6, 8, Διόδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 391. 41.
|lstext='''πολυέραστος''': -ον, ὁ πολὺ [[ἐραστός]], [[ἀγαπητός]], Ξεν. Ἀγησ. 6, 8, Διόδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 391. 41.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />très aimé.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἐράω]].
}}
}}