3,277,002
edits
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πορσύνω''': [ῡ]· μέλλ. -ῠνῶ, Ἐπικ. -ῠνέω, ἢ [[πορσαίνω]], Ἐπικ. μέλλ. -ανέω, ἴδε ἐν τέλ. (*[[πόρω]]). Κυρίως [[πορίζω]], ἐξ οὗ [[παρασκευάζω]], [[ἑτοιμάζω]], [[εὐτρεπίζω]], παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς γυναικὸς παρασκευαζούσης τὴν κλίνην τοῦ ἑαυτῆς ἀνδρός, [[ὅθεν]] εὐφημισμὸς ἀντὶ τοῦ συνευνάζεσθαι αὐτῷ (πρβλ. [[ἀντιάω]] IV), Ἀλκίνοος δ’ ἄρα [[λέκτο]] μυχῷ δόμου... πὰρ δὲ γυνὴ [[δέσποινα]] [[λέχος]] πόρσυνε καὶ εὐνὴν Ὀδ. Η 347, πρβλ. Γ. 403 [[κεῖσε]] δ’ ἐγὼν οὐκ [[εἶμι]] (λέγει ἡ Ἑλένη) κείνου πορσυνέουσα [[λέχος]] Ἰλ. Γ. 411· οὕτω παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1129, Δ. 1107, 1119· ― παρὰ Πινδ. [[ἁπλῶς]] [[προσφέρω]], δωροῦμαι, [[παρέχω]], τρίτον [κρατῆρα] σωτῆρι πορσαίνοντας Ι. 6 (5). 1 1. ΙΙ. [[καθόλου]], [[ἑτοιμάζω]], [[πορίζω]], δαῖτα [[αὐτόθι]] 4. 105 (3. 79)· βίου [[τροφεῖα]] Σοφ. Ο. Κ. 341· τὸ κατ’ [[ἦμαρ]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 685· παισὶν οἷα χρὴ καθ’ ἡμέραν Εὐρ. Μήδ. 1020· Νύμφαις ἐπόρσυν’ ἔροτιν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 625· γαμβροῖς [[χάριν]] ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 132· τὰ ἐπιτήδεια Ξεν. Κύρ. 4. 2, 47. ― Μέσ., πορίζομαι, ἐνεργῶ [[ὥστε]] νὰ ἑτοιμασθῇ τι δι’ ἐμέ, [[δεῖπνον]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1374· τόνδε... μοῖρ’ ἐπόρσυνεν [[μόρον]] ὁ αὐτ. ἐν Χο. 911, πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 1063· μεγάλα κακὰ [[αὐτόθι]] 352· π. τοῖς πολεμίοις κακὰ Ξεν. Κύρ. 1. 6, 17· ― Παθ., τίνος πρὸς ἀνδρὸς τοῦτ’ [[ἄχος]] πορσύνεται; Αἰσχύλ. Ἀγ. 1251· ἐπορσύνθη κακὰ ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 267. 3) ἐκτελῶ, τακτοποιῶ, διευθετῶ, [[διατάσσω]], π. κατὰ δώματα, κυβερνῶ, διοικῶ (πάντα) τὰ τοῦ οἴκου, Ὕμν. Ὁμ. 156· π. τὰ τοῦ θεοῦ Ἡρόδ. 9. 7· [[ταῦτα]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 522· τάδε Σοφ. Ο. Τ. 1476· [[τἆλλα]] πάντα ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1398· π. [[πρᾶγμα]] μέγα ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 670· πόνον [[προκείμενον]] Εὐρ. Ἄλκ. 1150. ― Παθ., τὸ τοῦ ποταμοῦ [[οὕτως]] ἐπορσύνετο Ξεν. Κύρ. 7. 5, 17· θεᾶς π. [[μῆτις]], ἐξετελέσθη, ἐξεπληρώθη, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 802, πρβλ. Β. 1051. ΙΙΙ. ὡς τὸ [[θεραπεύω]], [[τρέφω]], [[φροντίζω]] μετ’ ἐπιμελείας, περιποιοῦμαι, [[ἀνατρέφω]], ἐκέλευσεν ἥρωι πορσαίνειν δόμεν... [[βρέφος]] Πινδ. Ο. 6, 54· π. δαίμονα, τιμῶ, [[λατρεύω]] αὐτόν, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 719, πρβλ. Δ. 897· ― ἐπὶ πραγμάτων, τεὸν οἶκον [[ταῦτα]] πορσυνοντ’ Πινδ. Π. 4. 269· τῶν δ’ Ὁμήρου... [[ῥῆμα]] καὶ τόδε πόρσυν’, «τῶν δὲ τοῦ Ὁμήρου καὶ τόδε σύνες τὸ [[ῥῆμα]], [[οἷον]] κατὰ μνήμην ἔχε καὶ τίμα» (Σχόλ.), [[αὐτόθι]] 494. IV. π. [[ὅπως]] μή..., μεθ’ ὑποτ., cavere ne..., Εὐρ. Ρῆσ. 878. ― Ὁ [[τύπος]] [[πορσύνω]] σπανίως εὕρηται [[ἄνευ]] τοῦ τύπου [[πορσαίνω]] ὡς διαφ. γραφῆς· ὁ Wolf καὶ ἄλλοι νομίζουσιν (ἐκ τῶν μνημονευθέντων χωρίων τῆς Ὀδ.) ὅτι τὸ [[πορσύνω]] [[εἶναι]] ὁ [[γνήσιος]] Ὁμηρικὸς [[τύπος]]· [[ὅθεν]] διωρθώθη πορσυνέουσα ἀντὶ πορσανέουσα ἐν Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., [[ἐναντίον]] τῆς μαρτυρίας τοῦ Ἀριστάρχ.· ἴδε Spitzner ἐν τόπῳ· ― παρὰ Πινδ. καὶ Ἀπολλ. Ροδ οὐδεὶς δύναται νὰ ὁρισθῇ κανὼν παρ’ Ἀττ. ὁ [[τύπος]] [[πορσύνω]] [[εἶναι]] βεβαιωμένος, ὡς καὶ παρ’ Ἡρόδ. καὶ Ξεν., τοῖς μόνοις πεζογράφοις ἐκ τῶν δοκίμων, οἵτινες ποιοῦνται χρῆσιν τῆς λέξεως· [[οὐδαμοῦ]] παρὰ τοῖς κωμικοῖς εὕρηται. | |lstext='''πορσύνω''': [ῡ]· μέλλ. -ῠνῶ, Ἐπικ. -ῠνέω, ἢ [[πορσαίνω]], Ἐπικ. μέλλ. -ανέω, ἴδε ἐν τέλ. (*[[πόρω]]). Κυρίως [[πορίζω]], ἐξ οὗ [[παρασκευάζω]], [[ἑτοιμάζω]], [[εὐτρεπίζω]], παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς γυναικὸς παρασκευαζούσης τὴν κλίνην τοῦ ἑαυτῆς ἀνδρός, [[ὅθεν]] εὐφημισμὸς ἀντὶ τοῦ συνευνάζεσθαι αὐτῷ (πρβλ. [[ἀντιάω]] IV), Ἀλκίνοος δ’ ἄρα [[λέκτο]] μυχῷ δόμου... πὰρ δὲ γυνὴ [[δέσποινα]] [[λέχος]] πόρσυνε καὶ εὐνὴν Ὀδ. Η 347, πρβλ. Γ. 403 [[κεῖσε]] δ’ ἐγὼν οὐκ [[εἶμι]] (λέγει ἡ Ἑλένη) κείνου πορσυνέουσα [[λέχος]] Ἰλ. Γ. 411· οὕτω παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1129, Δ. 1107, 1119· ― παρὰ Πινδ. [[ἁπλῶς]] [[προσφέρω]], δωροῦμαι, [[παρέχω]], τρίτον [κρατῆρα] σωτῆρι πορσαίνοντας Ι. 6 (5). 1 1. ΙΙ. [[καθόλου]], [[ἑτοιμάζω]], [[πορίζω]], δαῖτα [[αὐτόθι]] 4. 105 (3. 79)· βίου [[τροφεῖα]] Σοφ. Ο. Κ. 341· τὸ κατ’ [[ἦμαρ]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 685· παισὶν οἷα χρὴ καθ’ ἡμέραν Εὐρ. Μήδ. 1020· Νύμφαις ἐπόρσυν’ ἔροτιν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 625· γαμβροῖς [[χάριν]] ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 132· τὰ ἐπιτήδεια Ξεν. Κύρ. 4. 2, 47. ― Μέσ., πορίζομαι, ἐνεργῶ [[ὥστε]] νὰ ἑτοιμασθῇ τι δι’ ἐμέ, [[δεῖπνον]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1374· τόνδε... μοῖρ’ ἐπόρσυνεν [[μόρον]] ὁ αὐτ. ἐν Χο. 911, πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 1063· μεγάλα κακὰ [[αὐτόθι]] 352· π. τοῖς πολεμίοις κακὰ Ξεν. Κύρ. 1. 6, 17· ― Παθ., τίνος πρὸς ἀνδρὸς τοῦτ’ [[ἄχος]] πορσύνεται; Αἰσχύλ. Ἀγ. 1251· ἐπορσύνθη κακὰ ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 267. 3) ἐκτελῶ, τακτοποιῶ, διευθετῶ, [[διατάσσω]], π. κατὰ δώματα, κυβερνῶ, διοικῶ (πάντα) τὰ τοῦ οἴκου, Ὕμν. Ὁμ. 156· π. τὰ τοῦ θεοῦ Ἡρόδ. 9. 7· [[ταῦτα]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 522· τάδε Σοφ. Ο. Τ. 1476· [[τἆλλα]] πάντα ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1398· π. [[πρᾶγμα]] μέγα ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 670· πόνον [[προκείμενον]] Εὐρ. Ἄλκ. 1150. ― Παθ., τὸ τοῦ ποταμοῦ [[οὕτως]] ἐπορσύνετο Ξεν. Κύρ. 7. 5, 17· θεᾶς π. [[μῆτις]], ἐξετελέσθη, ἐξεπληρώθη, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 802, πρβλ. Β. 1051. ΙΙΙ. ὡς τὸ [[θεραπεύω]], [[τρέφω]], [[φροντίζω]] μετ’ ἐπιμελείας, περιποιοῦμαι, [[ἀνατρέφω]], ἐκέλευσεν ἥρωι πορσαίνειν δόμεν... [[βρέφος]] Πινδ. Ο. 6, 54· π. δαίμονα, τιμῶ, [[λατρεύω]] αὐτόν, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 719, πρβλ. Δ. 897· ― ἐπὶ πραγμάτων, τεὸν οἶκον [[ταῦτα]] πορσυνοντ’ Πινδ. Π. 4. 269· τῶν δ’ Ὁμήρου... [[ῥῆμα]] καὶ τόδε πόρσυν’, «τῶν δὲ τοῦ Ὁμήρου καὶ τόδε σύνες τὸ [[ῥῆμα]], [[οἷον]] κατὰ μνήμην ἔχε καὶ τίμα» (Σχόλ.), [[αὐτόθι]] 494. IV. π. [[ὅπως]] μή..., μεθ’ ὑποτ., cavere ne..., Εὐρ. Ρῆσ. 878. ― Ὁ [[τύπος]] [[πορσύνω]] σπανίως εὕρηται [[ἄνευ]] τοῦ τύπου [[πορσαίνω]] ὡς διαφ. γραφῆς· ὁ Wolf καὶ ἄλλοι νομίζουσιν (ἐκ τῶν μνημονευθέντων χωρίων τῆς Ὀδ.) ὅτι τὸ [[πορσύνω]] [[εἶναι]] ὁ [[γνήσιος]] Ὁμηρικὸς [[τύπος]]· [[ὅθεν]] διωρθώθη πορσυνέουσα ἀντὶ πορσανέουσα ἐν Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., [[ἐναντίον]] τῆς μαρτυρίας τοῦ Ἀριστάρχ.· ἴδε Spitzner ἐν τόπῳ· ― παρὰ Πινδ. καὶ Ἀπολλ. Ροδ οὐδεὶς δύναται νὰ ὁρισθῇ κανὼν παρ’ Ἀττ. ὁ [[τύπος]] [[πορσύνω]] [[εἶναι]] βεβαιωμένος, ὡς καὶ παρ’ Ἡρόδ. καὶ Ξεν., τοῖς μόνοις πεζογράφοις ἐκ τῶν δοκίμων, οἵτινες ποιοῦνται χρῆσιν τῆς λέξεως· [[οὐδαμοῦ]] παρὰ τοῖς κωμικοῖς εὕρηται. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> πορσυνῶ, <i>ao. Pass.</i> ἐπορσύνθην;<br /><b>1</b> préparer, disposer, arranger : [[λέχος]] καὶ εὐνήν OD préparer le lit et la couche <i>en parl. de la femme, par euphém. pour</i> partager la couche de ; <i>en gén.</i> préparer (un repas, des vivres, <i>etc.</i>) acc. ; <i>Pass.</i> être rendu praticable <i>en parl. d’un fleuve</i>;<br /><b>2</b> exécuter, accomplir, acc. : πόνον προκείμενον EUR accomplir une action dont on a été chargé, s’acquitter d’une tâche ; <i>en mauv. part</i> τινι [[ἐχθρά]] ESCHL <i>ou</i> κακά XÉN causer des maux à qqn ; <i>Pass.</i> être accompli <i>en parl. d’un forfait, de maux</i>;<br /><i><b>Moy.</b></i> πορσύνομαι préparer pour soi : [[δεῖπνον]] ESCHL préparer son repas.<br />'''Étymologie:''' R. Πορ, fournir ; cf. *πόρω. | |||
}} | }} |