πρόβλημα: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόβλημα''': τό· ([[προβάλλω]])· πᾶν τὸ προεξέχον, πρ. ἁλίκλυστον, [[ἀκρωτήριον]] ὑπὸ τῆς θαλάσσης κατακλυζόμενον, Σοφ. Αἴ. 1219. 2) [[κώλυμα]], ἐμπόδιον, Ἱππ. 582. 10., 599. 5, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 2. 13. ΙΙ. ὅ,τι προβάλλεταί τις πρὸς ἰδίαν ἄμυναν (πρβλ. προβολὴ ΙΙΙ, [[πρόβολος]] 1. 2), ἀμυντήριον, προβλήματα ἀντ’ ἀσπίδων ἐποιεῦντο γεράνων δορὰς Ἡρόδ. 7. 70, πρβλ. 2. 175· τῶν... προβλημάτων τὰ μὲν πρὸς τὸν πόλεμον ὁπλίσματα, τὰ δὲ φράγματα Πλάτ. Πολιτικ. 279D, κἑξ., πρβλ. Σοφιστ. 261Α· πρ. σώματος, ἐπὶ ἀσπίδος, Αἰσχύλ. Θήβ. 540· πρ. νεῶν, ἐπὶ τείχους, Εὐρ. Ρῆσ. 213· προβλήματα ἵππων χαλκᾶ, ὁ [[χαλκοῦς]] ὁπλισμὸς τῶν ἵππων, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 51. 2) [[μετὰ]] γεν. τοῦ ἀντικειμένου, ἀμυντήριον [[ἐναντίον]] πράγματός τινος, κνημῖδας, αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα Αἰσχύλ. Θήβ. 676· χείματος προβλήματα Εὐρ. Ἱκέτ. 207· πρ. χειμόνων Πλάτ. Τίμ. 74Β· πρ. κακῶν Ἀριστοφ. Σφ. 615· κρύους πρ. ἡ ἐσθὴς Πλούτ. 2. 691D· [[ἀλλά]], 3) μηδὲν φόβου [[πρόβλημα]] μηδ’ αἰδοῦς ἔχων, μηδεμίαν ἀμυντικὴν δύναμιν ἔχων φόβου μηδ’ αἰδοῦς, Σοφ. Αἴ. 1076· ― τὸν ποταμὸν πρ. ποιεῖσθαι, λαβεῖν Πολύβ. 2. 66, 1., 3. 14, 5. ΙΙΙ. τὸ προβαλλόμενον ὡς [[πρόφασις]] ἢ [[πρόσχημα]], πρ. τοῦ τρόπου Δημ. 1122. 21· οὕτω, πρ. [[λαμβάνω]] τινά, μεταχειρίζομαί τινα ὡς [[προφυλακτήριον]] [[ὅπως]] κρυβῶ [[ὀπίσω]] [[αὐτοῦ]], Σοφ. Φιλ. 1008. IV. ἐπικίνδυνος [[ἐπιχείρησις]], δεινοῦ δ’ ἄρχομαι προβλήματος Εὐρ. Ἠλ. 985, [[ἔνθα]] ἴδε Seidl. 2) [[πρόβλημα]] γεωμετρικόν, Πλάτ. Πολ. 530Β, Θεαίτ. 180C κἑξ., Πλουτ. Μάρκελλ. 14, 19, κτλ. 3) ἐν τῇ Λογικῇ τοῦ Ἀριστ., [[ζήτημα]] τοῦ εἰ λεγόμενόν τι ἔχει [[οὕτως]] ἢ [[οὐχί]], Ἀριστ. Τοπ. 1. 4, 3, πρβλ. 1. 11, 1, κ. ἀλλ.· ― τὰ προβλήματα [[εἶναι]] τὸ [[ὄνομα]] ἔργου τινὸς τοῦ Ἀριστ., ἴδε Μετεωρ. 2. 6, 1, π. Ζ. Μορ. 3. 15, 2, π. Ζ. Γεν. 2. 8, 3, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] καλοῦνται τὰ προβληματικά, ὁ αὐτ. περὶ Ὕπν. 2, 19· ἀλλὰ τὸ [[σύγγραμμα]] τὸ νῦν ὑπάρχον δὲν [[εἶναι]] γνήσιον, ἴδε Bonitz Ind. σ. 103. 24. 4) [[ἀπορία]], [[ἀμηχανία]], εἰς [[πρόβλημα]] παμμέγεθες ἐνέπεσε Πολύβ. 28. 11, 9.
|lstext='''πρόβλημα''': τό· ([[προβάλλω]])· πᾶν τὸ προεξέχον, πρ. ἁλίκλυστον, [[ἀκρωτήριον]] ὑπὸ τῆς θαλάσσης κατακλυζόμενον, Σοφ. Αἴ. 1219. 2) [[κώλυμα]], ἐμπόδιον, Ἱππ. 582. 10., 599. 5, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 2. 13. ΙΙ. ὅ,τι προβάλλεταί τις πρὸς ἰδίαν ἄμυναν (πρβλ. προβολὴ ΙΙΙ, [[πρόβολος]] 1. 2), ἀμυντήριον, προβλήματα ἀντ’ ἀσπίδων ἐποιεῦντο γεράνων δορὰς Ἡρόδ. 7. 70, πρβλ. 2. 175· τῶν... προβλημάτων τὰ μὲν πρὸς τὸν πόλεμον ὁπλίσματα, τὰ δὲ φράγματα Πλάτ. Πολιτικ. 279D, κἑξ., πρβλ. Σοφιστ. 261Α· πρ. σώματος, ἐπὶ ἀσπίδος, Αἰσχύλ. Θήβ. 540· πρ. νεῶν, ἐπὶ τείχους, Εὐρ. Ρῆσ. 213· προβλήματα ἵππων χαλκᾶ, ὁ [[χαλκοῦς]] ὁπλισμὸς τῶν ἵππων, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 51. 2) [[μετὰ]] γεν. τοῦ ἀντικειμένου, ἀμυντήριον [[ἐναντίον]] πράγματός τινος, κνημῖδας, αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα Αἰσχύλ. Θήβ. 676· χείματος προβλήματα Εὐρ. Ἱκέτ. 207· πρ. χειμόνων Πλάτ. Τίμ. 74Β· πρ. κακῶν Ἀριστοφ. Σφ. 615· κρύους πρ. ἡ ἐσθὴς Πλούτ. 2. 691D· [[ἀλλά]], 3) μηδὲν φόβου [[πρόβλημα]] μηδ’ αἰδοῦς ἔχων, μηδεμίαν ἀμυντικὴν δύναμιν ἔχων φόβου μηδ’ αἰδοῦς, Σοφ. Αἴ. 1076· ― τὸν ποταμὸν πρ. ποιεῖσθαι, λαβεῖν Πολύβ. 2. 66, 1., 3. 14, 5. ΙΙΙ. τὸ προβαλλόμενον ὡς [[πρόφασις]] ἢ [[πρόσχημα]], πρ. τοῦ τρόπου Δημ. 1122. 21· οὕτω, πρ. [[λαμβάνω]] τινά, μεταχειρίζομαί τινα ὡς [[προφυλακτήριον]] [[ὅπως]] κρυβῶ [[ὀπίσω]] [[αὐτοῦ]], Σοφ. Φιλ. 1008. IV. ἐπικίνδυνος [[ἐπιχείρησις]], δεινοῦ δ’ ἄρχομαι προβλήματος Εὐρ. Ἠλ. 985, [[ἔνθα]] ἴδε Seidl. 2) [[πρόβλημα]] γεωμετρικόν, Πλάτ. Πολ. 530Β, Θεαίτ. 180C κἑξ., Πλουτ. Μάρκελλ. 14, 19, κτλ. 3) ἐν τῇ Λογικῇ τοῦ Ἀριστ., [[ζήτημα]] τοῦ εἰ λεγόμενόν τι ἔχει [[οὕτως]] ἢ [[οὐχί]], Ἀριστ. Τοπ. 1. 4, 3, πρβλ. 1. 11, 1, κ. ἀλλ.· ― τὰ προβλήματα [[εἶναι]] τὸ [[ὄνομα]] ἔργου τινὸς τοῦ Ἀριστ., ἴδε Μετεωρ. 2. 6, 1, π. Ζ. Μορ. 3. 15, 2, π. Ζ. Γεν. 2. 8, 3, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] καλοῦνται τὰ προβληματικά, ὁ αὐτ. περὶ Ὕπν. 2, 19· ἀλλὰ τὸ [[σύγγραμμα]] τὸ νῦν ὑπάρχον δὲν [[εἶναι]] γνήσιον, ἴδε Bonitz Ind. σ. 103. 24. 4) [[ἀπορία]], [[ἀμηχανία]], εἰς [[πρόβλημα]] παμμέγεθες ἐνέπεσε Πολύβ. 28. 11, 9.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I.</b> saillie (cap, promontoire, <i>etc.</i>);<br /><b>II.</b> ce qu’on a devant soi, <i>d’où</i><br /><b>1</b> obstacle;<br /><b>2</b> abri, <i>particul.</i> vêtement <i>ou</i> armure dont on se couvre ; <i>avec le gén. de l’objet protégé</i> : [[πρόβλημα]] ἵππων XÉN armure (d’airain) dont on couvre le corps d’un cheval ; [[πρόβλημα]] σώματος ESCHL bouclier qui protège le corps ; <i>fig.</i> respect ; <i>avec le gén. de l’objet contre lequel on se défend</i> : κρύους PLUT abri contre le froid ; <i>en parl. d’une pers.</i> qui sert de couverture, qui endosse la responsabilité;<br /><b>III.</b> question proposée, sujet de controverse ; problème <i>t. de géom.</i><br />'''Étymologie:''' [[προβάλλω]].
}}
}}