προλάζυμαι: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προλάζῠμαι''': ἀποθ., [[λαμβάνω]] πρότερον, ἢ ἐκ τῶν προτέρων, [[προαπολαύω]], [[προλάζυμαι]] οὖν τῷ χρόνῳ τῆς ἡδονῆς, [[μέρος]] τι τῆς ἡδονῆς, Εὐρ. Ἴων 1027 πρβλ. λάζυμαι ἐν τέλ.
|lstext='''προλάζῠμαι''': ἀποθ., [[λαμβάνω]] πρότερον, ἢ ἐκ τῶν προτέρων, [[προαπολαύω]], [[προλάζυμαι]] οὖν τῷ χρόνῳ τῆς ἡδονῆς, [[μέρος]] τι τῆς ἡδονῆς, Εὐρ. Ἴων 1027 πρβλ. λάζυμαι ἐν τέλ.
}}
{{bailly
|btext=prendre <i>ou</i> saisir d’avance.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[λάζυμαι]].
}}
}}