ποττῶ: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποττῶ''': ποττῷ, ποττόν, ποττώς, ποττάν, κτλ., ἰδὲ ἐν λ. ποτί.
|lstext='''ποττῶ''': ποττῷ, ποττόν, ποττώς, ποττάν, κτλ., ἰδὲ ἐν λ. ποτί.
}}
{{bailly
|btext=v. [[ποτί]].
}}
}}