3,274,133
edits
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προβᾰτεία''': ἡ, ([[προβατεύω]]) τὸ φυλάττειν πρόβατα καὶ ἐπιμελεῖσθαι αὐτῶν, ὁ [[βίος]] τοῦ ποιμένος, τὸ [[ἐπάγγελμα]] [[αὐτοῦ]], Πλουτ. Σόλων 23, Ποπλικ. 11, Α. Β. 294. ΙΙ. [[περιουσία]] εἰς πρόβατα συνισταμένη ἢ βοσκήματα, [[ποίμνιον]] προβάτων, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν [[πρόσβασις]], Στράβ. 546, Αἰλ. π. Ζ. 4. 32, κτλ. | |lstext='''προβᾰτεία''': ἡ, ([[προβατεύω]]) τὸ φυλάττειν πρόβατα καὶ ἐπιμελεῖσθαι αὐτῶν, ὁ [[βίος]] τοῦ ποιμένος, τὸ [[ἐπάγγελμα]] [[αὐτοῦ]], Πλουτ. Σόλων 23, Ποπλικ. 11, Α. Β. 294. ΙΙ. [[περιουσία]] εἰς πρόβατα συνισταμένη ἢ βοσκήματα, [[ποίμνιον]] προβάτων, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν [[πρόσβασις]], Στράβ. 546, Αἰλ. π. Ζ. 4. 32, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> action de garder des brebis, profession de berger;<br /><b>2</b> fortune consistant en troupeaux, en bétail.<br />'''Étymologie:''' [[προβατεύω]]. | |||
}} | }} |