προεξαγκωνίζω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''προεξαγκωνίζω''': ὡς ὅρος πυκτευτικός, κινῶ τὰς χεῖρας πρὶν ἢ ἀρχίσω νὰ πυγμαχῶ· μεταφορ., ἐπὶ ῥήτορος, οὐδὲν προεξαγκωνίσας οὐδὲ προανακινήσας εὐθὺς ἄρχεσθαι Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 11· ἴδε Spanh. εἰς Καλλ. εἰς Δῆλ. 322.
|lstext='''προεξαγκωνίζω''': ὡς ὅρος πυκτευτικός, κινῶ τὰς χεῖρας πρὶν ἢ ἀρχίσω νὰ πυγμαχῶ· μεταφορ., ἐπὶ ῥήτορος, οὐδὲν προεξαγκωνίσας οὐδὲ προανακινήσας εὐθὺς ἄρχεσθαι Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 11· ἴδε Spanh. εἰς Καλλ. εἰς Δῆλ. 322.
}}
{{bailly
|btext=préluder à la lutte en s’escrimant des bras.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐξαγκωνίζω]].
}}
}}