ποταμός: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποτᾰμός''': -οῦ, ὁ, (ἴδε ἐν τέλ.)· ― ὡς καὶ νῦν, Ὅμ., Ἡσ., κλπ.· τὰ Ὁμηρικὰ [[αὐτοῦ]] ἐπίθετα [[εἶναι]] [[ἁλιμυρήεις]], [[ἀργυροδίνης]], [[βαθυδίνης]], [[βαθύρροος]], [[δεινός]], διϊπετής, [[δινήεις]], [[δῖος]], [[δονακεύς]], ἐΰρροος, [[ἐρίδουπος]], εὐρὺς ῥέων, [[θεῖος]], [[ἱερός]], [[ἴφθιμος]], [[καλλίροος]], κελάδων, [[λάβρος]], πλήθων, [[χειμάρροος]], [[ὠκύροος]], (ἴδε τὰς λέξ.)· ὁ Ὅμ. ἐπίστευεν ὅτι πάντες οἱ ποταμοὶ ἐλάμβανον τὰ ὕδατα αὐτῶν ἐκ τοῦ Ὠκεανοῦ εἰς ὃν καὶ ἔχυνον αὐτὰ [[πάλιν]], Ἰλ. Φ. 196· ― παροιμ., ἄνω ποταμῶν, «ἐπὶ τῶν ἐπ’ ἐναντίᾳ γινομένων» (Ἡσύχ.), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 378, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 410: δὶς εἰς τῷ αὐτῷ π. οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι Ἡράκλειτ. παρ’ Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 5, 18· ποταμὸς θαλάσσῃ ἐρίζεις, «ἐπὶ τῶν διατεινομένων πρὸς κρείττονας» Σουΐδ., ποταμῷ μεγάλῳ ὀχετὸν ἐπάγεις, «ἐπὶ τῶν τοῖς ἔχουσι προσφερόντων» παρὰ τῷ αὐτῷ: ― ἐπὶ ποταμῶν πυρὸς ἢ λάβας, Πινδ. Π. 1. 42, Αἰσχύλ. Πρ. 368· νυκτὸς ποταμοί, ἐπὶ τῶν ποταμῶν τοῦ ᾍδου, Πινδ. Ἀποσπ. 95. 9. ― Πρβλ. [[πηγή]], [[κρήνη]], [[κρουνός]]. 2) τεχνητὸς [[ποταμός]], [[διῶρυξ]], Ἀρρ. Ἀν. 7. 21, Στράβ. 740. 3) μεταφορ., ζωμοῦ δ’ ἔρρει παρὰ τὰς κλίνας ποταμὸς κρέα θερμὰ κυλίνδων Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτ.» 1. 8, πρβλ. Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 3. ΙΙ. ὡς [[θεότης]], [[οὔτε]] τις οὖν Ποταμῶν ἀπέην, νόσφ’ Ὠκεανοῖο, οὔτ’ ἄρα Νυμφάων Ἰλ. Υ. 7, 73, κτλ. (Πιθανῶς ἐκ τῆς √ΠΟ, [[ποτός]], [[πίνω]])· καὶ ἐὰν οὕτω, [[τότε]] [[κυρίως]] ἐπὶ γλυκέος ὕδατος, καλοῦ δηλ. πρὸς πόσιν, [[ὕδωρ]] πότιμον, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἁλμυρὸν [[ὕδωρ]] τῆς θαλάσσης. Ἀλλὰ [[παρατηρητέον]] ὅτι κατὰ τὰς ἀρχαιοτάτας γεωγραφικὰς γνώσεις ὁ ὠκεανὸς ἦτο [[ὡσαύτως]] [[ποταμός]], ἴδε ἐν. λέξ. ὠκεανός).
|lstext='''ποτᾰμός''': -οῦ, ὁ, (ἴδε ἐν τέλ.)· ― ὡς καὶ νῦν, Ὅμ., Ἡσ., κλπ.· τὰ Ὁμηρικὰ [[αὐτοῦ]] ἐπίθετα [[εἶναι]] [[ἁλιμυρήεις]], [[ἀργυροδίνης]], [[βαθυδίνης]], [[βαθύρροος]], [[δεινός]], διϊπετής, [[δινήεις]], [[δῖος]], [[δονακεύς]], ἐΰρροος, [[ἐρίδουπος]], εὐρὺς ῥέων, [[θεῖος]], [[ἱερός]], [[ἴφθιμος]], [[καλλίροος]], κελάδων, [[λάβρος]], πλήθων, [[χειμάρροος]], [[ὠκύροος]], (ἴδε τὰς λέξ.)· ὁ Ὅμ. ἐπίστευεν ὅτι πάντες οἱ ποταμοὶ ἐλάμβανον τὰ ὕδατα αὐτῶν ἐκ τοῦ Ὠκεανοῦ εἰς ὃν καὶ ἔχυνον αὐτὰ [[πάλιν]], Ἰλ. Φ. 196· ― παροιμ., ἄνω ποταμῶν, «ἐπὶ τῶν ἐπ’ ἐναντίᾳ γινομένων» (Ἡσύχ.), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 378, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 410: δὶς εἰς τῷ αὐτῷ π. οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι Ἡράκλειτ. παρ’ Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 5, 18· ποταμὸς θαλάσσῃ ἐρίζεις, «ἐπὶ τῶν διατεινομένων πρὸς κρείττονας» Σουΐδ., ποταμῷ μεγάλῳ ὀχετὸν ἐπάγεις, «ἐπὶ τῶν τοῖς ἔχουσι προσφερόντων» παρὰ τῷ αὐτῷ: ― ἐπὶ ποταμῶν πυρὸς ἢ λάβας, Πινδ. Π. 1. 42, Αἰσχύλ. Πρ. 368· νυκτὸς ποταμοί, ἐπὶ τῶν ποταμῶν τοῦ ᾍδου, Πινδ. Ἀποσπ. 95. 9. ― Πρβλ. [[πηγή]], [[κρήνη]], [[κρουνός]]. 2) τεχνητὸς [[ποταμός]], [[διῶρυξ]], Ἀρρ. Ἀν. 7. 21, Στράβ. 740. 3) μεταφορ., ζωμοῦ δ’ ἔρρει παρὰ τὰς κλίνας ποταμὸς κρέα θερμὰ κυλίνδων Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτ.» 1. 8, πρβλ. Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 3. ΙΙ. ὡς [[θεότης]], [[οὔτε]] τις οὖν Ποταμῶν ἀπέην, νόσφ’ Ὠκεανοῖο, οὔτ’ ἄρα Νυμφάων Ἰλ. Υ. 7, 73, κτλ. (Πιθανῶς ἐκ τῆς √ΠΟ, [[ποτός]], [[πίνω]])· καὶ ἐὰν οὕτω, [[τότε]] [[κυρίως]] ἐπὶ γλυκέος ὕδατος, καλοῦ δηλ. πρὸς πόσιν, [[ὕδωρ]] πότιμον, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἁλμυρὸν [[ὕδωρ]] τῆς θαλάσσης. Ἀλλὰ [[παρατηρητέον]] ὅτι κατὰ τὰς ἀρχαιοτάτας γεωγραφικὰς γνώσεις ὁ ὠκεανὸς ἦτο [[ὡσαύτως]] [[ποταμός]], ἴδε ἐν. λέξ. ὠκεανός).
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />fleuve, rivière ; <i>en gén.</i> tout courant liquide, <i>particul.</i> courant de lave, de feu.<br />'''Étymologie:''' R. Πετ, voler, s’élancer, courir.
}}
}}