προσαποβάλλω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσαποβάλλω''': [[ἀποβάλλω]], χάνω [[προσέτι]], προσαποβαλεῖς (προσαπολεῖς Δινδ.) ἄρ’ αὐτὰ πρὸς ταῖς [[δώδεκα]], «ἀντὶ τοῦ ζημιωθήσῃ καὶ τὰ πρυτανεῖα πρὸς ταῖς [[δώδεκα]] μναῖς» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 1256· ἀλλὰ καὶ τούτους (δηλ. τοὺς φίλους) προσαποβέβληκε τοῖς χρήμασι πολιτευόμενος, ἀλλὰ καὶ τούτους τοὺς ἔχασεν [[ὁμοῦ]] [[μετὰ]] τῆς περιουσίας του πολιτευόμενος, Πλουτ. Νικ. 5· καὶ τὰ οἰκεῖα προσαποβάλλοι ἂν Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 7.
|lstext='''προσαποβάλλω''': [[ἀποβάλλω]], χάνω [[προσέτι]], προσαποβαλεῖς (προσαπολεῖς Δινδ.) ἄρ’ αὐτὰ πρὸς ταῖς [[δώδεκα]], «ἀντὶ τοῦ ζημιωθήσῃ καὶ τὰ πρυτανεῖα πρὸς ταῖς [[δώδεκα]] μναῖς» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 1256· ἀλλὰ καὶ τούτους (δηλ. τοὺς φίλους) προσαποβέβληκε τοῖς χρήμασι πολιτευόμενος, ἀλλὰ καὶ τούτους τοὺς ἔχασεν [[ὁμοῦ]] [[μετὰ]] τῆς περιουσίας του πολιτευόμενος, Πλουτ. Νικ. 5· καὶ τὰ οἰκεῖα προσαποβάλλοι ἂν Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 7.
}}
{{bailly
|btext=perdre <i>ou</i> sacrifier en outre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀποβάλλω]].
}}
}}