προσεξερείδομαι: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσεξερείδομαι''': Παθ., ἐπιστηρίζομαι εἴς τι, ταῖς χερσὶ Πολύβ. 3. 55, 4.
|lstext='''προσεξερείδομαι''': Παθ., ἐπιστηρίζομαι εἴς τι, ταῖς χερσὶ Πολύβ. 3. 55, 4.
}}
{{bailly
|btext=s’appuyer fortement sur, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], ἐξερείδομαι.
}}
}}