προσυπάρχω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσυπάρχω''': [[ὑπάρχω]] [[προσέτι]], οὐδὲ ταφῆναι προσυπῆρχεν ἐμοί, [[προσέτι]] δὲ οὐδὲ νὰ ταφῶ ἠδυνάμην, Δημ. 549. 12, πρβλ. Ἀριστ. π. Γενέσ. καὶ Φθορ. 2. 9, 2.
|lstext='''προσυπάρχω''': [[ὑπάρχω]] [[προσέτι]], οὐδὲ ταφῆναι προσυπῆρχεν ἐμοί, [[προσέτι]] δὲ οὐδὲ νὰ ταφῶ ἠδυνάμην, Δημ. 549. 12, πρβλ. Ἀριστ. π. Γενέσ. καὶ Φθορ. 2. 9, 2.
}}
{{bailly
|btext=appartenir à, être donné à.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὑπάρχω]].
}}
}}