προὔκειτο: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
(Bailly1_4)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ sg. impf. de</i> [[πρόκειμαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''προὔκειτο:''' (= προέκειτο) стяж. 3 л. sing. impf. к [[πρόκειμαι]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προὔκειτο''': προὐκινδύνευε (ὀρθότερ. [[ἄνευ]] κορωνίδος), κατὰ συναλοιφὴν ἀντὶ προέκ-.
|lstext='''προὔκειτο''': προὐκινδύνευε (ὀρθότερ. [[ἄνευ]] κορωνίδος), κατὰ συναλοιφὴν ἀντὶ προέκ-.
}}
}}
{{bailly
{{lsm
|btext=<i>3ᵉ sg. impf. de</i> [[πρόκειμαι]].
|lsmtext='''προὔκειτο:''' προὐκινδύνευσε, αμτβ. του <i>προέκειτο</i>, <i>προ-εκινδύνευσε</i>.
}}
}}