3,277,002
edits
(6_13a) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι: - περὶ τοῦ ποτιπεπτηυῖαι, ἴδε ἐν λ. [[προσπτήσσω]]. Ἐπιπίπτω, [[πίπτω]] ἐπί τινος, [[προσκρούω]], ἐς τι Σοφ. Ἀντ. 855· τινι Ξεν. Ἱππ. 7, 6, κτλ.· [[πρός]] τι Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 4, 25, κ ἀλλ.· - [[πίπτω]] [[ἐπάνω]] εἴς τι, διελόντες τοῦ τείχους ᾗ προσέπιπτε τὸ [[χῶμα]], ἐσεφόρουν τὴν γῆν Θουκ. 2. 75. 2) [[ἐπιπίπτω]], [[προσβάλλω]], τινι Θουκ. 1. 5, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 3, κτλ.· [[πρός]] τινα Πλάτ. Νόμ. 906Β· ἀπολ., Θουκ. 3. 30, 103, Ξεν., κλπ. 3) [[ἁπλῶς]] [[τρέχω]] προς..., Ἡρόδ. 2. 2. Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4. 4) [[πίπτω]] ἐπί τινος, [[ἐναγκαλίζομαι]], τινι Εὐρ. Ἄλκ. 350· [[ὅθεν]] πρ. τινι, προσχωρῶ εἰς τὴν μερίδα τινός, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 42, Πλάτ. Φαῖδρ. 270Α. 5) συναντῶ αἰφνιδίως, μὴ λάθῃ με προσπεσὼν Σοφ. Φιλ. 46, πρβλ. 156, Πλάτ. Θεαίτ. 154Β· [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., [[ἐμπίπτω]], [[οἴχομαι]] ἀ τάλαιν’, ἃ δυστυχεστάτῳ προσέπεσον κλήρῳ Εὐρ. Τρῳ. 291 αἰσχρᾷ ἐπιθυμίᾳ Ξεν. Ἀπολ. 30· μεγίσταις ἡδοναῖς Πλάτ. Νόμ. 637Α· πρ. δήγματι Αἰλ. π. Ζ. 6. 51· - μετ’ αἰτ. μείζω βροτείας πρ. ὁμιλίας Εὐρ. Ἱππ. 19· - [[μετὰ]] προθ., ἐς Δίκας [[βάθρον]] προσέπεσες Σοφ. Ἀντ. 855, πρβλ. Πολύβ. 1. 39, 3, Πλούτ. 2. 788C. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων. 1) ἐπὶ συμβεβηκότων, κττ., [[ἐπέρχομαι]] αἰφνιδίως, τινι Ἡρόδ. 1. 32, Εὐρ. Μήδ. 225, Ι. Τ. 1229, Ἀντιφῶν 123. 22, Πλάτ., κλπ.· - ἀπολ., καὶ συμφοραὶ προσπίπτουσαι, συμβαίνουσαι, Ἡρόδ. 7. 46, πρβλ. Ἰσοκρ. 417Β· αἱ πρ. τύχαι Θουκ. 1. 84· τὰ προσπεσόντα Εὐρ. Ἀποσπ. 507· τὰ πρ. γενναίως φέρειν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 283· ἡ πρ. ἐπιθυμία Πλάτ. Πολ. 561C· τὰ πρ. ἡμῖν δείματα ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 791C· πρὸς τὰ προσπίπτοντα, κατὰ τὰς περιστάσεις, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 15, 4· τὰ πρ. εἰς τὸν ἀνθρώπινον βίον Ὑπερείδ. παρὰ Στοβ. 618. 19· - [[οὕτως]], ὅ τι ἂν προσπέσῃ [[ἰχθύδιον]], quicquid oecureait, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 15. 2) ἐπὶ δαπάνης, [[ἐπιβαρύνω]] τινά, Θουκ. 7. 28. 3) [[ἔρχομαι]] εἰς τὰ ὦτά τινος, λέγομαι ὡς νεώτερον, Λατ. accidit nuntius, εἴ τισιν ἀπιστότερος προσπέπτωκε Αἰσχίν. 62. 6, πρβλ. Πολύβ. 5. 101, 3, Πλουτ. Περικλ. 16, κτλ.· εἰς Ρώμην Πολύβ. 9. 6, 1· - ἀπροσ., προσέπεσε, ἦλθεν [[ἀγγελία]] ὅτι..., μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 25. 4, 10, πρβλ. 31. 22, 8. 4) ἐφαρμόζομαι, [[καλῶς]], ἐπὶ ἐπιδέσμου, προσπεπτωκός, ἀντίθετον τῷ χαλαρόν, Ἱππ. Ἀγμ. 755 ΙΙΙ. [[πίπτω]] εἰς τοὺς πόδας τινός, [[προσπίπτω]], Ἡρόδ. 1. 134, κ. ἀλλ.· ἀπολ., προσπεσὼν ἔχου Σοφ. Αἴ. 1181· προσπεσὼν... ἱκέτευε Πλάτ. Ἐπιστ. 349Α· [[ἱκέτης]] [[προσπίπτω]] Ξεν. Κύρ. 4. 6, 2· [[μετὰ]] δοτ., πρ. βωμοῖσι Σοφ. Τρ. 904, πρβλ. Ο. Κ. 1157· γόνασί τινος Εὐρ. Ὀρ. 1332, Ἀνδρ. 861, κτλ.· θεῶν πρὸς [[βρέτας]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 31· πρὸς γόνυ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 79. 2) μετ’ αἰτ., πρ. τινά, [[πίπτω]] [[κάτω]] ἐνώπιόν τινος, [[ἱκετεύω]] τινά, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 537, Τρῳ. 757· πρ. βρέτη δαιμόνων Αἰσχύλ. Θήβ. 95. Πρβλ. [[προσπίτνω]], [[προσκυνέω]] 2. | |lstext='''προσπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι: - περὶ τοῦ ποτιπεπτηυῖαι, ἴδε ἐν λ. [[προσπτήσσω]]. Ἐπιπίπτω, [[πίπτω]] ἐπί τινος, [[προσκρούω]], ἐς τι Σοφ. Ἀντ. 855· τινι Ξεν. Ἱππ. 7, 6, κτλ.· [[πρός]] τι Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 4, 25, κ ἀλλ.· - [[πίπτω]] [[ἐπάνω]] εἴς τι, διελόντες τοῦ τείχους ᾗ προσέπιπτε τὸ [[χῶμα]], ἐσεφόρουν τὴν γῆν Θουκ. 2. 75. 2) [[ἐπιπίπτω]], [[προσβάλλω]], τινι Θουκ. 1. 5, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 3, κτλ.· [[πρός]] τινα Πλάτ. Νόμ. 906Β· ἀπολ., Θουκ. 3. 30, 103, Ξεν., κλπ. 3) [[ἁπλῶς]] [[τρέχω]] προς..., Ἡρόδ. 2. 2. Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4. 4) [[πίπτω]] ἐπί τινος, [[ἐναγκαλίζομαι]], τινι Εὐρ. Ἄλκ. 350· [[ὅθεν]] πρ. τινι, προσχωρῶ εἰς τὴν μερίδα τινός, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 42, Πλάτ. Φαῖδρ. 270Α. 5) συναντῶ αἰφνιδίως, μὴ λάθῃ με προσπεσὼν Σοφ. Φιλ. 46, πρβλ. 156, Πλάτ. Θεαίτ. 154Β· [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., [[ἐμπίπτω]], [[οἴχομαι]] ἀ τάλαιν’, ἃ δυστυχεστάτῳ προσέπεσον κλήρῳ Εὐρ. Τρῳ. 291 αἰσχρᾷ ἐπιθυμίᾳ Ξεν. Ἀπολ. 30· μεγίσταις ἡδοναῖς Πλάτ. Νόμ. 637Α· πρ. δήγματι Αἰλ. π. Ζ. 6. 51· - μετ’ αἰτ. μείζω βροτείας πρ. ὁμιλίας Εὐρ. Ἱππ. 19· - [[μετὰ]] προθ., ἐς Δίκας [[βάθρον]] προσέπεσες Σοφ. Ἀντ. 855, πρβλ. Πολύβ. 1. 39, 3, Πλούτ. 2. 788C. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων. 1) ἐπὶ συμβεβηκότων, κττ., [[ἐπέρχομαι]] αἰφνιδίως, τινι Ἡρόδ. 1. 32, Εὐρ. Μήδ. 225, Ι. Τ. 1229, Ἀντιφῶν 123. 22, Πλάτ., κλπ.· - ἀπολ., καὶ συμφοραὶ προσπίπτουσαι, συμβαίνουσαι, Ἡρόδ. 7. 46, πρβλ. Ἰσοκρ. 417Β· αἱ πρ. τύχαι Θουκ. 1. 84· τὰ προσπεσόντα Εὐρ. Ἀποσπ. 507· τὰ πρ. γενναίως φέρειν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 283· ἡ πρ. ἐπιθυμία Πλάτ. Πολ. 561C· τὰ πρ. ἡμῖν δείματα ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 791C· πρὸς τὰ προσπίπτοντα, κατὰ τὰς περιστάσεις, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 15, 4· τὰ πρ. εἰς τὸν ἀνθρώπινον βίον Ὑπερείδ. παρὰ Στοβ. 618. 19· - [[οὕτως]], ὅ τι ἂν προσπέσῃ [[ἰχθύδιον]], quicquid oecureait, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 15. 2) ἐπὶ δαπάνης, [[ἐπιβαρύνω]] τινά, Θουκ. 7. 28. 3) [[ἔρχομαι]] εἰς τὰ ὦτά τινος, λέγομαι ὡς νεώτερον, Λατ. accidit nuntius, εἴ τισιν ἀπιστότερος προσπέπτωκε Αἰσχίν. 62. 6, πρβλ. Πολύβ. 5. 101, 3, Πλουτ. Περικλ. 16, κτλ.· εἰς Ρώμην Πολύβ. 9. 6, 1· - ἀπροσ., προσέπεσε, ἦλθεν [[ἀγγελία]] ὅτι..., μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 25. 4, 10, πρβλ. 31. 22, 8. 4) ἐφαρμόζομαι, [[καλῶς]], ἐπὶ ἐπιδέσμου, προσπεπτωκός, ἀντίθετον τῷ χαλαρόν, Ἱππ. Ἀγμ. 755 ΙΙΙ. [[πίπτω]] εἰς τοὺς πόδας τινός, [[προσπίπτω]], Ἡρόδ. 1. 134, κ. ἀλλ.· ἀπολ., προσπεσὼν ἔχου Σοφ. Αἴ. 1181· προσπεσὼν... ἱκέτευε Πλάτ. Ἐπιστ. 349Α· [[ἱκέτης]] [[προσπίπτω]] Ξεν. Κύρ. 4. 6, 2· [[μετὰ]] δοτ., πρ. βωμοῖσι Σοφ. Τρ. 904, πρβλ. Ο. Κ. 1157· γόνασί τινος Εὐρ. Ὀρ. 1332, Ἀνδρ. 861, κτλ.· θεῶν πρὸς [[βρέτας]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 31· πρὸς γόνυ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 79. 2) μετ’ αἰτ., πρ. τινά, [[πίπτω]] [[κάτω]] ἐνώπιόν τινος, [[ἱκετεύω]] τινά, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 537, Τρῳ. 757· πρ. βρέτη δαιμόνων Αἰσχύλ. Θήβ. 95. Πρβλ. [[προσπίτνω]], [[προσκυνέω]] 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> προσπεσοῦμαι, <i>ao.2</i> προσέπεσον, <i>etc.</i><br />tomber auprès <i>ou</i> sur, <i>d’où</i><br /><b>1</b> tomber contre, τινι ; <i>p. anal.</i> [[τῇ]] Τυρρηνίᾳ PLUT aborder en Tyrrhénie ; ἐσθὴς [[τῷ]] σώματι προσπεσοῦσα PLUT vêtement se collant au corps;<br /><b>2</b> courir vers, τινι;<br /><b>3</b> se jeter contre : βωμοῖσι SOPH se jeter aux pieds des autels ; τοῖς [[ποσί]] τινος PLUT aux pieds de qqn ; <i>en poésie, postér. en prose, avec un simple acc.</i> προσπίπτειν τινά, se jeter aux pieds de qqn ; <i>abs.</i> προσπίπτειν, se jeter à genoux;<br /><b>4</b> se jeter <i>ou</i> tomber sur, attaquer, τινι;<br /><b>5</b> tomber du côté de, se ranger du côté de : τινί, du côté de qqn, se ranger à l’avis de qqn, approuver qqn;<br /><b>6</b> tomber sur, rencontrer, τινι : προσπίπτειν δήγματι ÉL être mordu ; <i>avec un suj. de ch.</i> [[αἱ]] προσπίπτουσαι τύχαι THC <i>ou</i> σύμφοραι, les événements qui surviennent.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[πίπτω]]. | |||
}} | }} |