3,277,048
edits
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥᾳθῡμέω''': εἶμαι [[ῥᾴθυμος]], ἀργῶ, τρυφῶ, Πολύβ. 10. 20, 2. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀμελῶ, [[μένω]] [[ἀργός]], δὲν [[πράττω]] τι, ἀντίθετον τῷ [[πονέω]], ἐξὸν δὲ ῥᾳθυμεῖν βούλεται πονεῖν [[ὥστε]] πολεμεῖν Ξεν. Ἀν. 2. 6, 6, Ἰσοκρ. 3D, κτλ.· ῥ. ἐπί τινι Δημ. 427 ἐν τέλ.· [[περί]] τινος Πολύβ. 2. 49, 9· [[περί]] τι Διόδ. 2. 18., 14. 88. | |lstext='''ῥᾳθῡμέω''': εἶμαι [[ῥᾴθυμος]], ἀργῶ, τρυφῶ, Πολύβ. 10. 20, 2. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀμελῶ, [[μένω]] [[ἀργός]], δὲν [[πράττω]] τι, ἀντίθετον τῷ [[πονέω]], ἐξὸν δὲ ῥᾳθυμεῖν βούλεται πονεῖν [[ὥστε]] πολεμεῖν Ξεν. Ἀν. 2. 6, 6, Ἰσοκρ. 3D, κτλ.· ῥ. ἐπί τινι Δημ. 427 ἐν τέλ.· [[περί]] τινος Πολύβ. 2. 49, 9· [[περί]] τι Διόδ. 2. 18., 14. 88. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />être nonchalant, insouciant ; se laisser aller à la mollesse, à la sensualité.<br />'''Étymologie:''' [[ῥᾴθυμος]]. | |||
}} | }} |