3,277,020
edits
(6_14) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρών''': ὁ, γεν. καὶ δοτ. πρῶνος, πρῶνι, οὐχὶ πρωνός, πρωνί, ([[διότι]] [[εἶναι]] συνῃρ. ἐκ τοῦ πρεὼν ἢ πρηὼν ἃ ἴδε), ἂν καὶ παρὰ μεταγεν. δυνάμεθα νὰ δεχθῶμεν πρωνός, [[οἷον]] ἐν Ἀνθ. Π. 9. 328· (πρό). Προεξέχον [[μέρος]] γῆς ἢ ὄρους [[ἐξοχή]], ἢ [[ἀκρωτήριον]], Λατ. promontorium, πρὼν ἰσχάνει [[ὕδωρ]] [[ὑλήεις]] Ἰλ. Ν. 747· πλὴν τοῦ χωρίου τούτου ἡ [[λέξις]] ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ἰλ. μόνον ἐν τῷ πληθυν. πρώονες ἐκ τοῦ ἐκτεταμένου τύπου [[πρώων]], Θ. 557, Μ. 282, Π. 299· ([[οὐδέτερος]] τῶν τύπων τούτων ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ὀδ.· ὁ Ἡσ. (Ἀσπ. Ἡρ. 437) ἔχει [[πρηών]])· μεθ’ Ὅμ., πρώονες καὶ χαράδραι Ἀλκμὰν 44· πρῶνες ἔξοχοι Πινδ. Ν. 4. 85· πρῶνες Λοκρῶν Σοφ. Τρ. 788· Πόσειδον, ὃς Αἰγαίου μέδεις πρῶνας ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 341· ἔρημοι πρῶνες ἀνθρώπων Εὐρ. Κύκλ. 116· - ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 132, ἀμφοτέρας ἅλιον πρῶνα κοινὸν αἴας, κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Blomf. νοεῖται ἡ [[γέφυρα]] ἥτις ἐξετείνετο ἀπὸ τῆς μιᾶς παραλίας τοῦ Ἑλλησπόντου [[μέχρι]] τῆς ἑτέρας, ἢ [[ἴσως]] ἄμεινον (κατὰ τὸν Schütz) ἡ προεξέχουσα γῆ τῆς Θρᾳκικῆς χερσονήσου· οὕτω, πρὼν [[ἅλιος]], [[αὐτόθι]] 879, [[εἶναι]] τὸ [[ἀκρωτήριον]] τῆς Ἰωνίας τὸ [[ἀπέναντι]] τῆς Χίου (Blomf. ἐν τόπῳ), ἢ [[μᾶλλον]] [[ἴσως]] ἡ [[χερσόνησος]] τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ὡς τὸ [[ἀκτὴ]] παρ’ Ἡροδ. 4. 38· περὶ τοῦ κάτοπτον πρῶν’ ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 307, ἴδε ἐν λ. [[κάτοπτος]]. | |lstext='''πρών''': ὁ, γεν. καὶ δοτ. πρῶνος, πρῶνι, οὐχὶ πρωνός, πρωνί, ([[διότι]] [[εἶναι]] συνῃρ. ἐκ τοῦ πρεὼν ἢ πρηὼν ἃ ἴδε), ἂν καὶ παρὰ μεταγεν. δυνάμεθα νὰ δεχθῶμεν πρωνός, [[οἷον]] ἐν Ἀνθ. Π. 9. 328· (πρό). Προεξέχον [[μέρος]] γῆς ἢ ὄρους [[ἐξοχή]], ἢ [[ἀκρωτήριον]], Λατ. promontorium, πρὼν ἰσχάνει [[ὕδωρ]] [[ὑλήεις]] Ἰλ. Ν. 747· πλὴν τοῦ χωρίου τούτου ἡ [[λέξις]] ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ἰλ. μόνον ἐν τῷ πληθυν. πρώονες ἐκ τοῦ ἐκτεταμένου τύπου [[πρώων]], Θ. 557, Μ. 282, Π. 299· ([[οὐδέτερος]] τῶν τύπων τούτων ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ὀδ.· ὁ Ἡσ. (Ἀσπ. Ἡρ. 437) ἔχει [[πρηών]])· μεθ’ Ὅμ., πρώονες καὶ χαράδραι Ἀλκμὰν 44· πρῶνες ἔξοχοι Πινδ. Ν. 4. 85· πρῶνες Λοκρῶν Σοφ. Τρ. 788· Πόσειδον, ὃς Αἰγαίου μέδεις πρῶνας ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 341· ἔρημοι πρῶνες ἀνθρώπων Εὐρ. Κύκλ. 116· - ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 132, ἀμφοτέρας ἅλιον πρῶνα κοινὸν αἴας, κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Blomf. νοεῖται ἡ [[γέφυρα]] ἥτις ἐξετείνετο ἀπὸ τῆς μιᾶς παραλίας τοῦ Ἑλλησπόντου [[μέχρι]] τῆς ἑτέρας, ἢ [[ἴσως]] ἄμεινον (κατὰ τὸν Schütz) ἡ προεξέχουσα γῆ τῆς Θρᾳκικῆς χερσονήσου· οὕτω, πρὼν [[ἅλιος]], [[αὐτόθι]] 879, [[εἶναι]] τὸ [[ἀκρωτήριον]] τῆς Ἰωνίας τὸ [[ἀπέναντι]] τῆς Χίου (Blomf. ἐν τόπῳ), ἢ [[μᾶλλον]] [[ἴσως]] ἡ [[χερσόνησος]] τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ὡς τὸ [[ἀκτὴ]] παρ’ Ἡροδ. 4. 38· περὶ τοῦ κάτοπτον πρῶν’ ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 307, ἴδε ἐν λ. [[κάτοπτος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῶνος (ὁ) :<br />pointe de terre ; montagne, cap, promontoire.<br />'''Étymologie:''' contr. p. *πραϜόν, *προϜόν de [[πρό]] ; cf. [[πρώων]]. | |||
}} | }} |