3,274,831
edits
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥάχις''': [ᾰ], -ιος, Ἀττ. εως, ἡ, τὸ κατώτατον [[μέρος]] τῆς ῥάχεως, συὸς ῥ. Ἰλ. Ι. 208. 2) ἡ [[ῥάχις]] ἢ [[ἄκανθα]], κοινῶς «ῥαχοκόκκαλον», Λατ. spina dorsi, σύγκειται ἡ ῥ. ἐκ σφονδύλων, τείνει δ’ ἀπὸ τῆς κεφαλῆς [[μέχρι]] πρὸς τὰ ἰσχία Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 7, 1, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 2. 9, 4, κ. ἀλλ.· ὑπὸ ῥάχιν παγέντες, ἀνασκολοπισθέντες, Αἰσχύλ. Εὐμ. 190, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 21, Εὐρ. Κύκλ. 643· μυελὸς κοίλης ῥάχεως Ἀρχέλ. παρ’ Ἀντιγ. Καρυστ, 96 (89), πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 77D, 91A. ΙΙ. πᾶν τὸ ἔχον [[σχῆμα]] ῥάχεως: 1) [[ῥάχις]] ὄρους, ὡς καὶ νῦν, ὀρεινὴ [[σειρά]], Ἡρόδ. 3, 54., 7. 216, Πολύβ. 3. 101, 2, κτλ.· κατὰ ῥάχιν, κατὰ [[μῆκος]] τῆς ὀρεινῆς σειρᾶς, Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 150· - [[οὕτως]] ὁ Ἀρχίλ. 18 παραβάλλει τὴν Θάσον πρὸς ὄνου ῥάχιν 2) ῥινὸς [[ῥάχις]], «τὰ δ’ [[ἑκατέρωθεν]] ἐπὶ τὰ μῆλα νεύοντα ὀστώδη ῥινὸς [[ῥάχις]]» [[Πολυδ]]. Β΄, 79. 3) [[ῥάχις]] φύλλου, τὸ μέσο [[νεῦρον]] τοῦ φύλλου, Θεοφ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 5., 3. 17, 4, κτλ. 4) ἡ ἐν μέσῳ ὑπεροχὴ τῆς ὠμοπλάτης, Γαλην. 5) ἡ ἐξωτερικὴ [[ἄκρα]] (;) τῶν πλοκάμων τοῦ πολύποδος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 10. (Πρβλ. [[ῥάχετρον]], [[ῥαχίτης]], κτλ· Γερμ. hrucki (rücken)· Ἀρχ. Σκανδ. hryggr (Σκωτ. rigg, Ἀγγλ.ridge)· - τὸ ῥάχος [[εἶναι]] [[ἴσως]] συγγενὲς (πρβλ. [[ἄκανθα]], spina dorsi), - [[ἐπειδὴ]] ἡ κοινὴ [[ἔννοια]] [[εἶναι]] ἡ τῆς εἰς τραχεῖαν καὶ ἀνώμαλον ἄκραν ληγούσης σειρᾶς, καὶ ἡ √ΡΑΓ, [[ῥηγμὶν]] δὲν δύναται εὐκόλως νὰ χωρισθῇ τῆς τοιαύτης θεμελιώδους ἐννοίας· ἴδε Κούρτ. σ. 743). | |lstext='''ῥάχις''': [ᾰ], -ιος, Ἀττ. εως, ἡ, τὸ κατώτατον [[μέρος]] τῆς ῥάχεως, συὸς ῥ. Ἰλ. Ι. 208. 2) ἡ [[ῥάχις]] ἢ [[ἄκανθα]], κοινῶς «ῥαχοκόκκαλον», Λατ. spina dorsi, σύγκειται ἡ ῥ. ἐκ σφονδύλων, τείνει δ’ ἀπὸ τῆς κεφαλῆς [[μέχρι]] πρὸς τὰ ἰσχία Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 7, 1, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 2. 9, 4, κ. ἀλλ.· ὑπὸ ῥάχιν παγέντες, ἀνασκολοπισθέντες, Αἰσχύλ. Εὐμ. 190, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 21, Εὐρ. Κύκλ. 643· μυελὸς κοίλης ῥάχεως Ἀρχέλ. παρ’ Ἀντιγ. Καρυστ, 96 (89), πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 77D, 91A. ΙΙ. πᾶν τὸ ἔχον [[σχῆμα]] ῥάχεως: 1) [[ῥάχις]] ὄρους, ὡς καὶ νῦν, ὀρεινὴ [[σειρά]], Ἡρόδ. 3, 54., 7. 216, Πολύβ. 3. 101, 2, κτλ.· κατὰ ῥάχιν, κατὰ [[μῆκος]] τῆς ὀρεινῆς σειρᾶς, Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 150· - [[οὕτως]] ὁ Ἀρχίλ. 18 παραβάλλει τὴν Θάσον πρὸς ὄνου ῥάχιν 2) ῥινὸς [[ῥάχις]], «τὰ δ’ [[ἑκατέρωθεν]] ἐπὶ τὰ μῆλα νεύοντα ὀστώδη ῥινὸς [[ῥάχις]]» [[Πολυδ]]. Β΄, 79. 3) [[ῥάχις]] φύλλου, τὸ μέσο [[νεῦρον]] τοῦ φύλλου, Θεοφ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 5., 3. 17, 4, κτλ. 4) ἡ ἐν μέσῳ ὑπεροχὴ τῆς ὠμοπλάτης, Γαλην. 5) ἡ ἐξωτερικὴ [[ἄκρα]] (;) τῶν πλοκάμων τοῦ πολύποδος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 10. (Πρβλ. [[ῥάχετρον]], [[ῥαχίτης]], κτλ· Γερμ. hrucki (rücken)· Ἀρχ. Σκανδ. hryggr (Σκωτ. rigg, Ἀγγλ.ridge)· - τὸ ῥάχος [[εἶναι]] [[ἴσως]] συγγενὲς (πρβλ. [[ἄκανθα]], spina dorsi), - [[ἐπειδὴ]] ἡ κοινὴ [[ἔννοια]] [[εἶναι]] ἡ τῆς εἰς τραχεῖαν καὶ ἀνώμαλον ἄκραν ληγούσης σειρᾶς, καὶ ἡ √ΡΑΓ, [[ῥηγμὶν]] δὲν δύναται εὐκόλως νὰ χωρισθῇ τῆς τοιαύτης θεμελιώδους ἐννοίας· ἴδε Κούρτ. σ. 743). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ιος, <i>att.</i> εως (ἡ) :<br /><b>1</b> épine dorsale ; <i>p. ext.</i> dos, échine (d’un sanglier);<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> crête de montagne.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>all.</i> Rücken. | |||
}} | }} |