προσαφαιρέω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσαφαιρέω''': ἀφαιρῶ [[προσέτι]]. Μάξ. Τύρ. 3. 5. ― Μέσ., ἀφαιρῶ δι’ ἐμαυτὸν [[προσέτι]], Ἰσαῖ. 73. 38, Δημ. 467 ἐν τέλ.· τινά τι Λυσί. 73. 38. ― Παθ., ἀφαιροῦμαί τι, ἀποστεροῦμαι, τι Λουκ. Ἔρωτ. 36, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 8, 4· [[πάσχω]] [[προσέτι]] ἀφαίρεσιν, [[Ἀπολλώνιος]] Ἀλεξ. ἐν Α. Β. 568, 20.
|lstext='''προσαφαιρέω''': ἀφαιρῶ [[προσέτι]]. Μάξ. Τύρ. 3. 5. ― Μέσ., ἀφαιρῶ δι’ ἐμαυτὸν [[προσέτι]], Ἰσαῖ. 73. 38, Δημ. 467 ἐν τέλ.· τινά τι Λυσί. 73. 38. ― Παθ., ἀφαιροῦμαί τι, ἀποστεροῦμαι, τι Λουκ. Ἔρωτ. 36, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 8, 4· [[πάσχω]] [[προσέτι]] ἀφαίρεσιν, [[Ἀπολλώνιος]] Ἀλεξ. ἐν Α. Β. 568, 20.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> enlever en outre;<br /><b>2</b> <i>t. de gramm.</i> enlever par aphérèse;<br /><i><b>Moy.</b></i> προσαφαιρέομαι-οῦμαι enlever en outre pour soi ; τινά [[τι]] dépouiller qqn à son profit.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀφαιρέω]].
}}
}}